Δρακόλιμνη Τύμφης

The world was young, the mountains green,
No stain yet on the Moon was seen,
No words were laid on stream or stone
When Durin woke and walked alone.

[J.R.R. Tolkien, Lord of the rings]

Όταν αντικρίζεις έναν τόπο με τόση ομορφιά, ώστε να σου φέρνει στο νου εποχές μυθικές και εικόνες που ανήκουν στη σφαίρα της λογοτεχνίας του φανταστικού, τότε σίγουρα αξίζει να μιλήσεις γι’ αυτόν. Όταν συνειδητοποιείς ότι οι μαγικές λίμνες, τα βουνά αξεπέραστης ομορφιάς και οι μάχες με δράκους δεν ανήκουν μόνο στα βιβλία του J.R.R. Tolkien, έχεις μια ιστορία να πεις. Η δική μας σάς προσκαλεί να κάνετε ένα ταξίδι κάπου στην οροσειρά της Πίνδου, όπου, κάποια καλοκαίρια πριν, μια ομάδα φίλων ξεκίνησε σε αναζήτηση μιας… δρακολίμνης.

Με δράκους ή χωρίς, οι δρακολίμνες είναι φυσικοί σχηματισμοί με τόσο ιδιαίτερο χαρακτήρα, ώστε να καθιστούν τις περιοχές στις οποίες κείτονται ταξιδιωτικούς προορισμούς. Χαρακτηρίζονται από έντονο μπλε χρώμα νερών και είναι τοποθετημένες σε δύσβατα σημεία, κυρίως σε βουνά της οροσειράς της Πίνδου. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι οι δρακολίμνες αποτελούν υπολείμματα της εποχής των Παγετώνων, αλλά η παράδοση κρύβει μια πολύ πιο πλούσια εξήγηση για τη δημιουργία τους.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση των δρακολιμνών της Τύμφης και του Σμόλικα, σύμφωνα με τους ντόπιους, σε κάθε κορυφή ζούσε από ένας δράκος. Οι δύο δράκοι συχνά μπλέκονταν σε μάχη μεταξύ τους, πετώντας ο ένας στον άλλο πέτρες. Ένα μέρος των πέτρινων όγκων πήρε τη μορφή των άγριων αλόγων που συναντά, ακόμη και σήμερα, ο επισκέπτης να διασχίζουν, καλπάζοντας σε κοπάδια, τα οροπέδια. Ένα άλλο, όμως, μέρος των βράχων που εκτοξεύτηκαν κατέληξε στο ίδιο σημείο, δημιουργώντας τον κρατήρα όπου συγκεντρώνεται το γλυκό νερό των αλπικών λιμνών.

Με στόχο την τοποθεσία της αρχαίας αυτής πάλης, την κατοικία των στοιχείων και των στοιχειών, ξεκίνησε η πορεία μας και μαζί της η ιστορία πέντε τολμηρών ορειβατών, που είχαν σκοπό να ανακαλύψουν τα μυστικά της Δρακολίμνης της Τύμφης. Διάβημα τολμηρό, αν αναλογιστεί κανείς το υψόμετρο των 2.050 μέτρων στο οποίο καλούμασταν να σκαρφαλώσουμε. Το μικρό οροπέδιο που φιλοξενεί τη συγκεκριμένη αλπική λίμνη βρίσκεται βορειοδυτικά της κορυφής Πλόσκος (2.377 μ.), βορειοανατολικά της κορυφής Αστράκας (2.436 μ.), νότια της μονής Στομίου, από την οποία απέχει 3.5 ώρες, και βορειοδυτικά της κορυφής Γκαμήλα (2.497 μ.), η οποία είναι και η ψηλότερη κορυφή της Τύμφης.

Το πρώτο μας βήμα προς τον τελικό προορισμό ήταν το Μικρό Πάπιγκο, στα 960μ, το τελευταίο χωριό που συναντά κανείς στο δρόμο του προς το βουνό.

Φτάσαμε νωρίς το απόγευμα, με αρκετό χρόνο στη διάθεσή μας για να απολαύσουμε ένα γεύμα συνοδεία ντόπιου τσίπουρου στο εστιατόριο «Δίας», γνωστό μεταξύ των ορειβατών στην περιοχή. Δείχνοντας μεγάλη επιμέλεια στην επιλογή του καταλύματος που θα στέγαζε τον ύπνο μας, πριν την αποφασιστική μέρα της ανάβασης, αποφασίσαμε να κοιμηθούμε με στέγη τον έναστρο ουρανό του Ιουλίου. Εκμεταλλευόμενοι τον εξαιρετικό καιρό, κοιμηθήκαμε στο δικό μας ξενοδοχείο άπειρων αστέρων: την αυλή μιας πετρόχτιστης εκκλησίας.

Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε πολύ νωρίς λόγω του πρωινού φωτός που, ανεμπόδιστο από τοίχους και παντζούρια, σήμαινε την αρχή της περιπέτειας. Η ανυπομονησία μας να ακολουθήσουμε τα βήματα όλων όσοι, πριν από μας, είχαν διασχίσει το μονοπάτι ήταν μεγάλη. Φάγαμε ένα γρήγορο, αλλά χορταστικό πρωινό, γεμίσαμε τα μπουκάλια μας και ξεκινήσαμε. Η καλή σήμανση μάς διευκόλυνε, επιτρέποντάς μας να απολαύσουμε τη διαδρομή, χωρίς να ανησυχούμε διαρκώς για την κατεύθυνσή μας, αλλά και να εστιάσουμε την προσοχή μας στις ανάσες μας και στο ρυθμό βαδίσματός μας, πράγμα πολύ σημαντικό όταν ανεβαίνουμε υψόμετρο.

Ελπίζοντας αυτή η τελευταία παρατήρηση να μη ματαιώσει την πρόθεσή σας να διασχίσετε οι ίδιοι το μονοπάτι, επιτρέψτε μας να σας βεβαιώσουμε ότι η ανάβαση του βουνού δεν απαιτεί μήνες προπόνησης ή πολύχρονη ορειβατική εμπειρία.

Ωστόσο, προκειμένου να έχετε την πλήρη εικόνα προτού το επιχειρήσετε, ιδού μερικές πληροφορίες που μπορεί να φανούν χρήσιμες: Από τα πρώτα λεπτά της διαδρομής γίνεται αισθητό πως πρόκειται για μια εμπειρία ανάβασης ικανή να σου κόψει την ανάσα – μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά. Το κομμάτι που διασχίζει το δάσος έχει την «πολυτέλεια» της πυκνής βλάστησης που προσφέρει φυσική σκιά για τα πρώτα χιλιόμετρα, το τοπίο όμως αλλάζει σταδιακά, με τη χλωρίδα να αραιώνει όσο ανεβαίνουμε ψηλότερα. Καλό είναι, λοιπόν, να ξεκινήσετε νωρίς το πρωί ή νωρίς το απόγευμα, έχοντας φυσικά εξοπλιστεί με καπέλα και αντιηλιακό.

Ευτυχώς, κατά μήκος του μονοπατιού υπάρχουν κιόσκια που δίνουν την ευκαιρία για μικρά διαλείμματα στη σκιά και ανεφοδιασμό, χάρη στις βρύσες με το παγωμένο βουνίσιο νερό, που σίγουρα θα αποτελέσει ένα ευχάριστο επιπρόσθετο βάρος στις αποσκευές σας. Τα διαλείμματα αυτά είναι σημαντικά, αφού η ανάβαση μέχρι το καταφύγιο της Αστράκας διαρκεί, μ’ έναν μέτριο ρυθμό ανάβασης, περίπου 3 με 4 ώρες. Θα αντικρίσετε την όαση του καταφυγίου να σας περιμένει από αρκετά χαμηλά στο μονοπάτι.

Μην αφήσετε την ψευδαίσθηση αυτή να σας παρασύρει: όπως μάθαμε από πικρή εμπειρία -κι όπως συμβαίνει γενικά στα βουνά- ο προορισμός ποτέ δεν είναι όσο κοντά φαίνεται. Το να πεζοπορείς με βαριές τσάντες, γεμάτες ορειβατικό και φωτογραφικό εξοπλισμό, κάνει την ανάβαση ακόμη πιο δύσκολη, και το να βλέπεις εβδομηντάχρονους δρομείς να τρέχουν δίπλα σου με άνεση προς την κορυφή δεν αυξάνει την αυτοπεποίθησή σου για την ολοκλήρωση της διαδρομής, ιδιαίτερα…

Ωστόσο, ούτε ο σωματικός κόπος ούτε τα ψυχολογικά εμπόδια απέτρεψαν τη γενναία ομάδα μας από το να καταφτάσει, με ακμαιότατο ηθικό και μετά από ανάβαση τρεισήμισι ωρών, στο υψόμετρο των 1.950 μέτρων. Εκεί, ως άλλο τελευταίο σύνορο μεταξύ της συνηθισμένης ορειβατικής εμπειρίας και της μαγείας που θα ακολουθούσε, βρήκαμε να μας περιμένει το καταφύγιο.

Ειλικρινά, τη στιγμή της άφιξης δεν είχαμε μάτια παρά μόνο για τα ξύλινα παγκάκια της αυλής, όπου οι ρομαντικοί περιπατητές του βουνού ξάπλωναν απολαμβάνοντας λίγη ξεκούραση και πολύ ήλιο, περιμένοντας την ολόφρεσκη ομελέτα με ντόπια λουκάνικα να διασκεδάσει τον ουρανίσκο τους, αλλά και να τους δώσει την απαραίτητη ενέργεια για να συνεχίσουν.

Η στιγμή, δε, που η πλάτη μας απελευθερώθηκε από τον εξοπλισμό υπήρξε απολύτως απολαυστική! Η απόφασή μας να συμπεριλάβουμε στις αποσκευές μας σκηνές για να περάσουμε τη νύχτα μας στη λίμνη δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, οι πλάτες μας, όμως, το πλήρωσαν αρκετά ακριβά.

Το ωραιότερο πράγμα σχετικά με μια στάση σε καταφύγιο δεν είναι, ωστόσο, ούτε η ανάπαυση ούτε το φαγητό. Γιατί αυτό που τελικά λειτουργεί εμψυχωτικά, και σου προκαλεί μια άνευ προηγουμένου ψυχική ανάταση, είναι οι άνθρωποι που συναντάς εκεί. Είτε πρόκειται για εκείνους που επιχειρούν τον τιτάνιο άθλο της ανάβασης σε πολλές κορυφές της περιοχής, είτε για βοτανολόγους με ενδιαφέρον για τη σπάνια ενδημική χλωρίδα της Πίνδου, είτε για παρατηρητές της άγριας ζωής, τα χαμόγελα δεν διαφέρουν.

Είναι πλατιά, είναι φιλικά, είναι χαμόγελα αναγνώρισης μεταξύ όσων συγκινούνται από την ομορφιά της φύσης και την αποζητούν, συνθέτοντας ένα πολύχρωμο πλήθος ανθρώπων με συναρπαστικές ιστορίες. Κι αν τα βήματα όλων δεν κατευθύνονται προς το ίδιο σημείο, όλοι μοιράζονται την ίδια αγάπη για το αέναο, πανάρχαιο και γοητευτικό τραγούδι που ξεχύνεται στο πέρασμα του ανέμου, πάνω και γύρω από λόφους και κορυφές.

Η απόλαυση του καταφυγίου δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ. Ως πραγματικοί κυνηγοί του φωτός που μας ήταν απαραίτητο για τη συνέχιση της διαδρομής, πήραμε την κατηφοριά που θα μας έβαζε στο δρόμο για τη λίμνη του Δράκου. Στο πρώτο αυτό μέρος της τελικής μας πορείας, χρειάστηκε να επιστρατεύσουμε όλη μας την ισορροπία και να κινηθούμε αρκετά προσεκτικά. Επρόκειτο, βεβαίως, για μια εναλλαγή ευχάριστη, ειδικά αφού, έχοντας μελετήσει από πριν τη διαδρομή, γνωρίζαμε ότι προς το τέλος μάς περίμενε κι άλλο σκαρφάλωμα…

Μεταξύ κατηφόρας και ανηφόρας, ωστόσο, βρήκαμε τους εαυτούς μας εν μέσω λιβαδιών μυθικής ομορφιάς, που πραγματικά μας έκανε να ξεχάσουμε τα πάντα. Το σκηνικό έμοιαζε βγαλμένο από πίνακα του Van Gogh, ή από τις σελίδες του J.R.R. Tolkien όπου περιγράφεται το Shire, η πατρίδα των χόμπιτ, των μικρών πλασμάτων που ζουν σε μια δική τους εκδοχή της Εδέμ.

Προχωρώντας εν μέσω χρυσοπράσινων λόφων και παρακολουθώντας ψηλά στάχυα να μας γνέφουν ενθαρρυντικά, χορεύοντας σαν τα κύματα της θάλασσας, πραγματικά αισθανθήκαμε ήρωες που βάδιζαν σε μια αποστολή αναζήτησης τόπων μαγικών.

Πράγμα που, φυσικά, δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα.

Μιάμιση ώρα ακόμη κοπιαστικής ανάβασης και, επιτέλους, πατήσαμε στα 2.050 μέτρα και αντικρύσαμε, τελείως αναπάντεχα, τη δρακολίμνη να εμφανίζεται μπροστά μας, σε όλη της τη δόξα. Με μια εμφάνιση εφάμιλλη της φήμης της, η λίμνη μάς περίμενε με νερά λαμπερά που μας έκαναν διαμιάς να ξεχάσουμε κάθε κούραση.

Αντιθέτως, φρέσκοι και ζωηροί, σαν μόλις να είχαμε ξυπνήσει, αρχίσαμε να κινούμαστε περιμετρικά του υδάτινου κύκλου, σταματώντας εδώ κι εκεί για να αποτυπώσουμε εικόνες και να μοιραστούμε εντυπώσεις.

Κάπου εκεί συστηθήκαμε και με τους μόνιμους κατοίκους της λίμνης, που αποτελούν μέρος του φυσικού της πλούτου. Πρόκειται για τους αλπικούς τρίτωνες (Triturus alpestris), τα δρακόμορφα αμφίβια προϊστορικά πλασματάκια που ζουν αποκλειστικά σε αλπικά υψόμετρα. Όσοι μας πλησίασαν είχαν μήκος περίπου 10-12 εκατοστά κι ένα εντυπωσιακό πορτοκαλοκόκκινο χρώμα στο κάτω μέρος του μαύρου σώματός τους.

Ο ήλιος κόντευε τη δύση του, οπότε κι εμείς βιαστήκαμε να αναζητήσουμε το κατάλληλο μέρος για να στήσουμε τις σκηνές μας και να φάμε ένα βραδινό, από εκείνα που κανείς συναντά μόνο υπό τέτοιες, «ορειβατικές» συνθήκες. Παστές σαρδέλες και ντολμαδάκια κονσέρβα, μπάρες δημητριακών, ξηροί καρποί και χυμός πορτοκάλι ήταν το μενού που είχαν συνθέσει οι προσπάθειές μας να επιλέξουμε τρόφιμα που θα μπορούσαν εύκολα να συμπεριληφθούν στις αποσκευές. Και για την περίπτωση που αναρωτιέστε, ναι, μετά από τόση κούραση τα βρήκαμε όλα πεντανόστιμα!

Καθώς η νύχτα μάς τύλιγε σιγά σιγά στα σκοτάδια της, η πτώση της θερμοκρασίας κι η άνοδος της υγρασίας άρχισαν να γίνονται αισθητές απ’ όλους. Κι όμως, κανείς δε βιάστηκε να αποσυρθεί στη ζεστασιά της σκηνής, γιατί στην ουράνια σκηνή τα άστρα είχαν αρχίσει μια θεαματική παράσταση, της οποίας ήμασταν οι τυχεροί θεατές. Το στερέωμα πάνω από τα κεφάλια μας δεν ήταν απλά εντυπωσιακό – ήταν απόκοσμο, ήταν κάτι που οι λέξεις δεν επαρκούν να περιγράψουν.

Απομείναμε σιωπηλοί, να συνομιλούμε θαρρείς με την αντανάκλαση του γαλαξία στα νερά της λίμνης, σε μια γλώσσα που κανείς δεν μπορεί να μάθει ούτε να εξηγήσει. Την οπτική ψευδαίσθηση ενός βυθού γεμάτου φωτεινούς αστερισμούς, την ύπαρξη ενός μείγματος νερού και αστερόσκονης ήμασταν κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να την πιστέψουμε.

Αυτού του είδους η επικοινωνία με ό,τι καλείται «άψυχο», αυτή η σιωπή στην καρδιά του βουνού, είναι και η μόνη απάντηση που θα ευχόταν κανείς να μπορούσε να εκφράσει με λέξεις και να δώσει σε όλους αυτούς που ρωτούν επίμονα: «Μα γιατί να μπεις σε τόσο κόπο; Γιατί να διαλέξεις να περπατήσεις για ώρες και ώρες, καταλήγοντας να κοιμάσαι στο παγωμένο γρασίδι πριν πάρεις τον δρόμο του γυρισμού; Γιατί δεν πας σ’ ένα ξενοδοχείο της προκοπής, να ξεκουραστείς;». Κι όμως. Αν το ζήσεις μια φορά, γίνεσαι ένας από τους «αλαφροΐσκιωτους» που πάντα θα αναζητούν τρόπο να επιστρέψουν σε αυτό το αίσθημα απέραντης ελευθερίας και γαλήνης. Για να παραφράσουμε το γνωστό ρητό: “The mountains will keep calling, and you must go”.

Με το πρώτο φως της αυγής, κουτρουβαλήσαμε κυριολεκτικά έξω από τις μουσκεμένες μας σκηνές για να προλάβουμε την ανατολή στην κορυφή του πιο ψηλού λόφου πάνω από τη λίμνη – το άκρο ενός αβυσσαλέου γκρεμού γεμάτου κοφτερά βράχια και μυτερές κορυφές. Προς τον Βορρά, μετά τη δρακολίμνη υπάρχει το χάος – αλλά και μια από τις πιο «άγριες» ομορφιές της περιοχής.

Στην άκρη αυτού του γκρεμού βολευτήκαμε, για να απολαύσουμε το τελευταίο δώρο της Τύμφης και μια από τις ωραιότερες ανατολές της ζωής μας. Έχοντας πια πάρει τον δρόμο του γυρισμού, τη θλίψη για το τοπίο που εγκαταλείπαμε απάλυνε η προοπτική της επιστροφής, μέσα από την ίδια μαγική φύση που είχε συντροφέψει την ανάβασή μας στη λίμνη.

Η κατάβαση δεν ήταν ευκολότερη και απαιτούσε προσοχή, σίγουρα όμως πήρε το μισό χρόνο σε σχέση με την ανάβαση. Μια σημαντική παρανόηση, ειδικά για τους άπειρους ορειβάτες, είναι να θεωρείται η κατηφόρα ευκολότερο έδαφος. Κι όμως, είναι το κομμάτι στο οποίο θα σας συμβουλεύαμε να δώσετε την περισσότερη προσοχή, προκειμένου να αποφύγετε να ολοκληρώσετε το ταξίδι σας με όχι και πολύ ευχάριστο τρόπο.

Στην περίπτωση που η αφήγησή μας εκπλήρωσε το σκοπό της και σας έπεισε να αναζητήσετε τα μαγικά μονοπάτια της Πίνδου με την παρέα σας, προετοιμαστείτε με προσοχή και κινηθείτε με φειδώ: το μόνο που έχετε να φροντίσετε είναι να παραμείνετε ασφαλείς κατά τη διαδρομή, και η Φύση θα αναλάβει τα υπόλοιπα – και με το παραπάνω. Όσο για εμάς, ως γνήσιοι περιπατητές σφραγίσαμε την επιτυχή έκβαση της περιπέτειάς μας, τσουγκρίζοντας ποτήρια με παγωμένο τσίπουρο σε μια πέτρινη αυλή, περιμένοντας να γευτούμε τις διάσημες ηπειρώτικες πίτες. Καλή αντάμωση στην επόμενη κορυφή!

*It is forbidden to republish/ use photographic material or any part of the article without the author’s consent.

Κείμενο © λ3 by Maria Kantani

Φωτογραφία © λ3 by Giannis Paraskevas

#lovenlivelife

Contact Us
Subscribe to Newsletter

Shopping cart0
Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι!
Συνέχεια Αγορών
0