ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΥΡΑΜΙΔΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΤΑΫΓΕΤΟΥ

Μια μεγάλη φωτεινή κάμπια σκαρφαλώνει φιδογυριστά στην πλαγιά του βουνού. Αποτελείται από μικρούς φακούς κεφαλής, καθένας από τους οποίους καταλήγει σε δύο πόδια. Όλα τα πόδια μαζί σπρώχνουν το φωτεινό, εξωπραγματικό πλάσμα να ανέβει, να ανέβει… για να προλάβει το ξημέρωμα κι εκεί, στην ανατολή του ήλιου, την ώρα που η πρώτη φωτεινή ακτίνα θα αγγίξει την κορφή, να γίνει πεταλούδα.

Πάνω από το φωτεινό πλάσμα που χορεύοντας ολοένα ανεβαίνει, ανοίγεται ένας άλλος χορός. Πάνω από τα κεφάλια μας, τα στεφανωμένα με τους φακούς, απλώνεται το στερέωμα, διάστικτο από αμέτρητα φωτάκια, πολυπληθέστερα, πιο γοητευτικά και πολύ πιο αρχαία από τα δικά μας. Θα θέλαμε να πιστεύουμε ότι τα αστέρια που στολίζουν τον ολοκάθαρο ουρανό παρακολουθούν με ενδιαφέρον, ίσως και με ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο, τη νυχτερινή μας ανάβαση στην κορυφή του Ταΰγετου. Η αλήθεια όμως είναι πως για αυτά, μια πορεία ορειβατών είναι ένα θέαμα μάλλον χιλιοειδωμένο. Εμείς είμαστε που συγχρονίζουμε τις ανάσες μας ώστε, στα σύντομα διαλείμματά μας, να υψώνουμε το βλέμμα προς το μέρος τους – ελπίζοντας ίσως να εισπνεύσουμε λίγη αστρόσκονη μαζί με τη νυχτερινή δροσιά του βουνού.

Αν έπρεπε να δώσω έναν τίτλο στην πρώτη νυχτερινή ορειβασία της ζωής μου, θα ήταν μάλλον «Ένας κόσμος φτιαγμένος από πυγολαμπίδες». Πρώτον, γιατί όντως η περιπλάνησή μας έμοιαζε να περιτριγυρίζεται από φωτεινά στίγματα. Οι φακοί όσων μας συντρόφευαν στην ανάβαση, τα άστρα, μια λαμπερή φλουδίτσα φεγγαριού που σαν γόνδολα διέσχιζε το σκοτάδι της νύχτας. τα ποταμάκια από φλογίτσες που σχεδίαζαν τα κοιμισμένα χωριά στο βάθος: έμοιαζε περισσότερο να ακολουθούμε μια αλλόκοτη φωτεινή σηματοδότηση, παρά τα γνώριμα σημάδια των ορειβατικών μονοπατιών. Δεύτερον, γιατί η αγαπημένη μου παιδική ανάμνηση κατοικεί σε ένα μικρό μικρό δάσος όπου, ένα καλοκαιρινό βράδυ, συναντήσαμε με τον μπαμπά μου ένα σύννεφο φτιαγμένο από πυγολαμπίδες. Οι μυρωδιές του δάσους, ο χορός των πυγολαμπίδων και η χαρά του πατέρα μου, που έμοιαζε να γυρνά στην παιδική του ηλικία, έχουν καταλάβει ένα ολόκληρο ράφι στη βιβλιοθήκη των αναμνήσεών μου. Στο ίδιο ράφι, επάξια, κατοικεί πλέον και η ανάμνηση της ανάβασής μας στον Ταΰγετο.

Πώς βρεθήκαμε όμως να ανταγωνιζόμαστε την ορμή της αυγής σε έναν αγώνα δρόμου με τέρμα τη συγκεκριμένη κορυφή; Και γιατί τόση πρεμούρα να προφτάσουμε το ξημέρωμα; Τι κυνηγούσαμε πια; Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή…

Στην κορυφή του Ταΰγετου μπορεί να μην κατοικεί ο Βασιλιάς του Βουνού, αλλά κατοικεί ένας βασιλιάς των οπτικών φαινομένων και ένα από τα ομορφότερα θεάματα της ελληνικής φύσης: ο καθαρός σχηματισμός μιας τέλειας πυραμίδας, που δεν είναι άλλη από την ακριβή ισόπλευρη τριγωνική σκιά της κορυφής του βουνού. Η πυραμίδα αυτή «χάνεται» και επανεμφανίζεται καθημερινά, όταν τα καιρικά φαινόμενα το επιτρέπουν, τρεις φορές.

Ο Ταΰγετος στο όριό του φτιάχνει όχι ένα, αλλά τρία εντυπωσιακά πυραμιδοειδή σχήματα στον γύρω τόπο. Η πρώτη πυραμίδα σχηματίζεται την ώρα ανατολής και είναι εμφανής ψηλά στον ουρανό. Ένα ισόπλευρο τρίγωνο εμφανίζεται στη δύση όταν, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, οι ακτίνες του διαθλώμενες πίσω από τον Πάρνωνα στα 2.407 μ. σχηματίζουν ψηλά το είδωλό της κορυφής. Τα αστέρια δεν συντροφεύουν τυχαία την ανάβαση όποιου θελήσει να δει αυτή την πρώτη «ουράνια» πυραμίδα: το σημείο στο οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, το πρωί βλέπει προς τις Πλειάδες. Εξάλλου, «νονά» του μαγικού αυτού βουνού δεν είναι άλλη από την Ταϋγέτη, μία από τις Πλειάδες. (Στην αρχαιότητα ο Αναξίμανδρος, μας λέει ο Κικέρων, είχε στήσει αστεροσκοπείο στην κορυφή του βουνού και μελετούσε τις κινήσεις των άστρων.)

Με αυτό το πρώτο «γκρίζο, ισόπλευρο τρίγωνο στον ουρανό» συνδέεται και ένα αμνημονεύτων χρόνων παραμύθι για τον σοφό νομοθέτη της Σπάρτης Λυκούργο, που έβαλε έναν γρίφο στους Λακεδαιμόνιους νέους να του βρουν την ακριβή στιγμή της ανατολής του ήλιου και που είχε σαν αποτέλεσμα την κατάργηση του φοβερού εθίμου της ρίψης στον Καιάδα των αδύναμων βρεφών και των γέρων.

Η δεύτερη πυραμίδα ακολουθεί την πρώτη και, με την ανατολή του ήλιου, αποφασίζει πως είναι μια καλή στιγμή για πρωινή βουτιά: το φαινόμενο συνεχίζει, αυτή τη φορά όμως τα μάτια των τυχερών παρατηρητών το εντοπίζουν χαμηλότερα, στα ρόδινα νερά του Μεσσηνιακού κόλπου. Τέλος, η τρίτη πυραμίδα κάνει την εμφάνισή της λίγη ώρα πριν η νύχτα διαδεχθεί τη μέρα: την ώρα της δύσης, η σκιά του βουνού πέφτει από την άλλη πλευρά, προς τον λακωνικό κάμπο. Με τρεις ολόκληρες πυραμίδες να σκιάζουν τον γύρω τόπο, ποιος μπορεί να αδικήσει την κυριαρχία της αλλόκοτα τέλειας αυτής κορυφής στη γύρω περιοχή; Κυριαρχία που αποδεικνύεται από το εύγλωττο όνομα της περιοχής: Λακωνία, με το πρώτο συνθετικό, (λας), να σημαίνει λίθο και το δεύτερο (-κωνία), να δείχνει το κωνικό, πυραμιδοειδές σχήμα στην κορφή. Λακωνία, η χώρα του κωνικού λίθου.

Σε αυτή τη χώρα βρεθήκαμε, αφήνοντας πίσω μας την πόλη, ελπίζοντας για λίγο κι εμείς να γίνουμε κυνηγοί αυτής της αέναα κινούμενης πυραμίδας.

Αναχωρήσαμε από την Αθήνα νωρίς το πρωί του Σαββάτου, παίρνοντας τον δρόμο για Σπάρτη, την οποία αφήσαμε πίσω μας, μετά από μερικές προσθήκες στα εφόδια που απαιτούνται όταν κανείς… παίρνει τα βουνά και τα όρη.

Ακολουθώντας τον δρόμο προς τα χωριά Ανώγεια και Παλαιοπαναγιά, φτάσαμε στην αρχή του πρώτου μέρους της περιπέτειας και στην πηγή Μαγγανιάρη (980 μ. υψόμετρο) απ’ όπου κι αρχίζει το κλασικό μονοπάτι προς το καταφύγιο του Ταΰγετου και εν συνεχεία την κορυφή του βουνού. Εκεί αφήσαμε τα αυτοκίνητα, αλλάξαμε τα καθημερινά παπούτσια μας με «τα καλά μας» ορειβατικά μποτάκια, και, εφοδιασμένοι με μπατόν, νερά και εξαιρετική διάθεση, ξεκινήσαμε να απολαύσουμε τη δασώδη διαδρομή που οδηγεί μέχρι το καταφύγιο.

Το μονοπάτι, πολύ καλά σημαδεμένο και βατό, στη σκιά του ορεινού δάσους των μαυρόπευκων, αποδείχθηκε η ιδεώδης εισαγωγή στη γνωριμία μας με τον βασιλιά της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας. Με ευχαρίστηση διαπιστώσαμε πως η κλίση αυξανόταν σταδιακά, ευνοώντας τον εγκλιματισμό των λιγότερο έμπειρων και επιτρέποντας την ανταλλαγή ιστοριών, πειραγμάτων και υποθέσεων για τη φυσική ή μη κατασκευή της πυραμίδας, καθώς και προβλέψεων για τον χρόνο που θα μας έπαιρνε η ανάβαση.

Η ομάδα μας αποτελούνταν από ορειβάτες δύο ταχυτήτων: τα αγόρια της παρέας είχαν μεγαλύτερη εμπειρία, έχοντας σχηματίσει μάλιστα μια δική τους ομάδα ορεινών εξορμήσεων, ονόματι (κρατηθείτε) «Μπουρδέλες», ενώ τα κορίτσια είχαμε όλη την καλή πρόθεση, αλλά σίγουρα λιγότερες κορυφές στο ενεργητικό μας. Παρόλα αυτά, όλοι καταφέραμε να βαδίσουμε περήφανα –και ευχάριστα– μέσα από τη διασταύρωση με το ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε της διαδρομής Καταφύγιο-Λακκώματα-Αναβρυτή, να προσπεράσουμε την τελευταία πηγή πριν από το καταφύγιο και να δρασκελίσουμε με αμείωτο ενθουσιασμό τον μικρό ανηφορικό χωματόδρομο μέχρι το καταφύγιο. Η διαδρομή από την πηγή Μαγγανιάρη έως το καταφύγιο, με υψομετρική διαφορά 570 μ. και μήκος 4 χιλιομέτρων, μας πήρε περίπου δύο ώρες.

Το συγκεκριμένο μέρος, φωλιασμένο στα ριζά του μονοπατιού που οδηγεί στην κορυφή, πέρα από τη θαλπωρή και το πολύχρωμο ψηφιδωτό ανθρώπων που συνθέτουν τη μαγεία ενός καταφυγίου, πρόσφερε στην ομάδα μας τον απαραίτητο ανεφοδιασμό δυνάμεων και στέγασε την ανυπομονησία μας πριν την πρώτη μας νυχτερινή ανάβαση. Το μακρόστενο τραπέζι στο κέντρο του πέτρινου δωματίου έγινε σημείο συνάντησής, ανταλλαγής απόψεων και σχεδιασμού για την κοινή αναχώρησή όλων των ομάδων που προγραμματίστηκε… για τις τρεις το ξημέρωμα. Το ξύλινο πατάρι, φιλοξένησε τον ύπνο όσων ένιωθαν την ανάγκη της ξεκούρασης, ενώ τα κοντινά ξέφωτα υποδέχτηκαν όσους φιλοδοξούσαν να επιστρέψουν έχοντας αποτυπώσει τον νυχτερινό ουρανό με τον φακό τους.

Για την εξωπραγματική μας ανάβαση, ντυμένη ακόμα στα πέπλα της νύχτας, σας έχω ήδη μιλήσει. Μας πήρε τρεις με τρεισήμισι ώρες να αγγίξουμε την κορυφή του βουνού. Χρειάστηκε σίγουρα να δείξουμε θάρρος στο τελευταίο, κάπως απότομο, κομμάτι της διαδρομής – και χρειάστηκε σίγουρα να υπομείνουμε για λίγο το κρύο, μέχρι οι ακτίνες του ήλιου να εμφανιστούν στο απαράμιλλης ομορφιάς φυσικό σκηνικό και να μας παρουσιάσουν το υπερθέαμα που όλοι ανυπομονούσαμε να δούμε.

Η στιγμή που εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια μας η πυραμίδα: εκείνη ήταν στιγμή που μας κόπηκε η ανάσα. Η στιγμή που νιώσαμε να αιωρούμαστε στον χώρο και τον χρόνο, κρατημένοι χέρι-χέρι και ανήμποροι να αντιπαραθέσουμε το ο,τιδήποτε σε μια ακόμα απόδειξη του μεγαλείου του βουνού.

Γίνεται κανείς να αιχμαλωτίσει το φως; Σε μια φωτογραφία, ίσως. Σε μια ανάμνηση, σίγουρα. Είναι η μία αυτή στιγμή της ανατολής, που κάνει όλες τις άλλες στιγμές –τις στιγμές της αστροφώτιστης ανάβασης, της παραμονής στο καταφύγιο, της νυχτερινής δροσιάς, του γέλιου και του δέους– να αξίζουν; Ή μήπως γίνεται το αντίστροφο και όλες οι προηγούμενες στιγμές οδηγούν στην κορύφωση, στην απερίγραπτη γαλήνη την ώρα που αγγίζεις τον στόχο, που πατάς στην κορυφή, που ανοίγεις διάπλατα τα μάτια σου για να χωρέσουν την ομορφιά που ξεκίνησες να βρεις;

Ο καθένας δίνει τη δική του απάντηση. Το μόνο σίγουρο είναι πως ο κόσμος σίγουρα δείχνει αλλιώτικος ή πιο φωτεινός, από τα 2.405 μέτρα…

*It is forbidden to republish, use photographic material and anything else without the consent of the author.

Κείμενο © λ3 by Maria Kantani

Φωτογραφία © λ3 by Giannis Paraskevas

#lovenlivelife

Contact Us
Subscribe to Newsletter

Shopping cart0
Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι!
Συνέχεια Αγορών
0