Μια νέα σελήνη γεννιέται στην Ευρυτανία

Εκείνο το ξημέρωμα, μας βρήκε όλους με λιγότερο από τρεις ώρες ύπνου.

Στις 05:00 π.μ. ο Χρήστος είχε ήδη φτάσει στο σημείο συνάντησης και περίμενε να μας υποδεχθεί στο όχημα που θα μας συνόδευε σε αυτή την εκδρομή. Χρειάστηκε να τεντωθώ στις μύτες των ποδιών μου για να ανέβω στο κάθισμα του Defender, το οποίο με περίμενε ζεστό-ζεστό. Προς μεγάλη μου χαρά, η θέση του συνοδηγού θα μου χάριζε λίγη ακόμα από την άνεση του πρωινού χουζουρέματός μου.

Αλλά αυτό δεν ήταν ένα ακόμα πρωϊνό, από τα βαριά που συνήθιζα να ζω το τελευταίο εξάμηνο. Ήδη από την προετοιμασία του ταξιδιού το προηγούμενο βράδυ, μπορούσα να καταλάβω πως κάτι είχε αλλάξει. Κάτι μέσα μου είχε ξαναγεννηθεί.

Πολύ σύντομα, στην παρέα από τρεις γίναμε τέσσερις: μαζί μας και το φεγγάρι, να ξεπροβάλει επιβλητικό και να δίνει νέο νόημα στην ουράνια θέα. Ταυτόχρονα, το χάραμα είχε αρχίσει να απλώνεται κατά μήκος του ορίζοντα, σαν να μας καλωσόριζε σε μια νέα ζώνη. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ καθαρή. «Είναι στο 11,3%» είπε ο Γιάννης, σαν η σημασία της δήλωσής του να ήταν αυτονόητη. «Η σελήνη, βρίσκεται στο 11,3% της», εξήγησε απαντώντας στα απορημένα βλέμματά μας.

Η σελήνη είχε μόλις ξαναγεννηθεί.

Μετά την επιβεβαίωσή για την νέα αρχή που ίσως προμαντεύαμε, αλλά δεν γνωρίζαμε ακόμη, η ησυχία επανήλθε. Πρώτη μας στάση, το χιονοδρομικό του Παρνασσού.

Τώρα το πρωϊνό φάνταζε πελώριο. Εγώ, το ημερολόγιό μου, ένα στυλό, ένας λίγο overrated καφές και ο ήλιος ανφάς, να μου ανεβάζει τη μελανίνη. «Τι ευλογία αυτός ο ήλιος!» σκέφτομαι. Ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη σε ένα. Πόσο καιρό είχα να συναντηθώ με την ηρεμία;

Με τη δύση ξεκινήσαμε ξανά, αυτή τη φορά για τον τελικό μας προορισμό, το Μεγάλο Χωριό. Οι πρώτες ενδείξεις πείνας είχαν αρχίσει να ακούγονται, και εμείς αποφασίσαμε να αναζητήσουμε στην περιοχή ένα μέρος για να φάμε. Άλλωστε πώς να γνωρίσεις καλύτερα τον τόπο;

Γράφοντάς σου το παρόν -ετεροχρονισμένα πια-, θα σου πω ότι η περιοχή έχει πολλές ωραίες επιλογές, κι εμείς κάναμε την καλύτερη. Αλλά για να μην παρεξηγηθώ, τα εύσημα για την επιτυχία της επιλογής αυτής δεν ανήκουν σε μας, αλλά στην αγάπη των ανθρώπων που έχουν το Χάνι Πανέτσου. Ένα χάνι που, κρατώντας τα παραδοσιακά στοιχεία του, έχει διατηρηθεί και αποτελεί μια κλασική αυθεντική ταβέρνα, με εσωτερικό και εξωτερικό χώρο. Καθίσαμε δίπλα στο τζάκι και η μαγική τελετουργία ξεκίνησε.

Το καλωσόρισμα έγινε με μια σπιτική χορτόπιτα, «όπως πρέπει»: με το φύλλο της το σπιτικό, την ωραία της τη γέμιση, και τη μαεστρία της κυρίας Ξανθής να αποκαλύπτεται στον συνδυασμό τους, ώστε κάθε υλικό να κρατάει τον χαρακτήρα και τη γεύση του στο στόμα. Η αποκάλυψη ήρθε όμως με το κοκκινιστό μοσχαράκι, με τις τηγανητές πατάτες και το τοπικό τυρί που έλιωνε από πάνω, αγκαλιάζοντάς τα όλα στοργικά σε ένα πήλινο σκεύος. Ένα χωριάτικο πιάτο, ζεστό, μαγειρεμένο με την ίδια αγάπη που θα το ετοίμαζε και η γιαγιά μας. Στο τέλος, όπως είθισται, μας προσέφεραν και γλυκό. Προσωπικά, ποτέ δεν έχω πολλές απαιτήσεις σε αυτό το κομμάτι, αλλά χωρίς να σου πω πολλά, να θυμηθείς να διαλέξεις την πανακότα.

Το ξύπνημα της Κυριακής

Είναι μαγικό το τι μπορεί να κάνει ένα χωριό, ένα καλό στρώμα και λίγες αχτίδες φωτός σε ένα πρωινό σου. Όχι ένα από αυτά τα ανήμπορα, που σε είχαν καταπιεί τελευταία. Αλλά ένα από εκείνα τα άλλα, αυτά που, όσο κουρασμένος κι αν έχεις πλαγιάσει, ξυπνάς ξανά «ζωντανός». Γιατί το να επιβιώνεις, δεν συνεπάγεται απαραίτητα πως παραμένεις ζωντανός.

Ξύπνησα λοιπόν και, πετώντας το αφράτο πάπλωμα που με αγκάλιαζε όλη τη νύχτα, σχεδόν πήδησα από το κρεβάτι μου για να ακολουθήσω το φως που ξεδιπλωνόταν στο δωμάτιό μου.

Ένα δεξί στρίψιμο στο πόμολο, ένα ελαφρύ τρίξιμο της μπαλκονόπορτας και ο φρέσκος κρύος αέρας άγγιζε ήδη το πρόσωπό μου. Το δωμάτιο πλημμύρισε ενέργεια, και με ένα μόλις βήμα βρέθηκα έξω. Πλέον είχα όλο το Μεγάλο Χωριό μπροστά μου. Η Καλιακούδα ήταν στα αριστερά, χιονισμένη και επιβλητική να με κοιτάει από ψηλά. Μπροστά μου η Χελιδόνα, επίσης στα λευκά, ως προέκταση της νοητής ευθείας που σχηματιζόταν από εμένα, το κέντρο του χωριού και το παλιό Μικρό Χωριό. Ενώ τα μάτια μου δεν ήξεραν πού να πρωτοεστιάσουν, ένιωσα να τρέμω λίγο. Τα πόδια μου ήταν γυμνά.

Επανερχόμενη στην πραγματικότητα και ψάχνοντας τις κάλτσες μου, έδωσα σημασία σε μία αίσθησή μου, που τόση ώρα είχα κάπως αμελήσει. Την ακοή. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια μπορούσες εύκολα να διακρίνεις τις ψαλμωδίες. Η Κυριακάτικη λειτουργία είχε ξεκινήσει. Σχεδόν μύριζες το λιβάνι που έφερνε την παιδική σου ηλικία λίγο πιο κοντά. Και ξάφνου μια καμπάνα. «Άραγε να ήταν η πρώτη, η δεύτερη ή η τρίτη αυτής της λειτουργίας;» συλλογίστηκα.

Ο ελληνικός ήταν ήδη στην φωτιά. Ο Χρήστος είχε ξυπνήσει και το μπαλκόνι ήταν το τέλειο σημείο για τον πρώτο καφέ της μέρας. Ένας δεύτερος στην πλατεία ήταν μονόδρομος. Με ένα ζεστό τοστ, ένα κομμάτι από το θρυλικό γαλακτομπούρεκο του μαγαζιού, και ένα από το λιγότερο γνωστό, αλλά προσωπικό αγαπημένος μας, το εκμέκ τους. Η μέρα ξεκίνησε όπως πρέπει στο «Γαλακτομπούρεκο του Καρβέλη».

Κι έτσι πήραμε τον δρόμο.

Μετά από αυτό το διήμερο, νομίζω μπορώ να αναγνωρίσω την οδήγηση του Χρήστου με κλειστά μάτια. Σταθερός, με μια καλή δόση ανυπομονησίας και ενθουσιασμού, που τώρα μεταφραζόταν σε άπλετο πλατσούρισμα, όπου βρίσκαμε νερό ή λάσπη. Αυτός ήταν ο οδηγός μας. Και το επετειακό, περιορισμένης έκδοσης, Defender 75 (επετειακό για τη συμπλήρωση 75 ετών από την παρουσίαση του Defender Series I το 1948 στην έκθεση αυτοκινήτου του Άμστερνταμ), αποφασισμένο να τον ακολουθεί σε όποια σκέψη του.

Η διάθεσή μας κινούταν μάλλον στα ίδια μήκη με αυτή του οδηγού, ενώ ανεβαίναμε στο χιονοδρομικό Βελούχι. Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά, η ατμόσφαιρα πεντακάθαρη και ο κρύος αέρας έπνεε απολαυστικά, αφήνοντάς στο πρόσωπο μια φρεσκάδα, σαν να το δρόσιζε μετά την κάψα από τις ηλιαχτίδες. Από το χώρο στάθμευσης του χιονοδρομικού μπορούσαμε να δούμε τις κορυφές του Χελμού στη Πελοπόννησο. Από λίγο πιο πάνω, και μια παγωμένη δρακόλιμνη. Οι χιονισμένες κορφές μας είχαν περικυκλώσει.

Η συνέχεια επιφύλασσε μια ιδιαίτερη διαδρομή σε λίμνη (ετοιμάζεται νέο τεύχος, γκούχου γκούχου). Στροφές και σκέψεις σε λούπα. Για να καταλήξουμε να αγναντεύουμε το ηλιοβασίλεμα καθισμένοι πάνω στην οροφή του 4×4 οχήματός μας με θέα όλη τη λίμνη. «Πόσο μετρημένα και τέλεια όλα σε αυτή τη φύση, θε μου;». Τα χρώματα, οι ήχοι και αυτή η ελαφριά ομίχλη της δύσης να σκεπάζει τα πάντα, σε μια παράσταση με εμάς μονάχα θεατές. Τι ευλογία!

Η τελευταία ώρα φωτός μας πρόσταζε για εξερεύνηση. Σκοτείνιασε, κι εμείς είχαμε παγώσει.

Τι συναίσθημα κι αυτό! Το ‘χεις νιώσει ποτέ;

Να χαίρεσαι που κάτι κάνει τις αισθήσεις να «χτυπούν κόκκινο». Να σου δημιουργείται μια εσωτερική χαρά τρελή που ξαφνικά κρυώνεις απίστευτα. Ή που ζεσταίνεσαι. Που νιώθεις. Που κάπως σαν να βγήκες από εκείνο το μουντό τοπίο όπου τίποτα δεν συμβαίνει. Που το σώμα σου είναι πάλι «δικό σου». Που δεν επιβιώνει απλά, που αισθάνεται, και δεν περιπλανιέται, άψυχο σχεδόν, μέσα σε αυτό που σήμερα έχουμε ονομάσει «κανονικό».

Να νιώθεις πως ξαναγεννήθηκες. Πως ένα πέπλο έφυγε από πάνω σου. Ένα πέπλο που από τα βρόχινα νερά και τις πλημμύρες, θύμιζε βαρύ μουσαμά, ασήκωτο, από αυτούς που βάζουμε στα ξύλα πάνω, για να μην βραχούν τον χειμώνα και σαπίσουν.

Είναι σαν να είχες ξεχάσει να νιώθεις. Σαν να είχες ξεχάσει να βλέπεις. Να γεμίζεις. Να αδειάζεις. Να ευχαριστιέσαι. Και στο τέλος, να είσαι ευγνώμων για όσα ο κόσμος σου δίνει.

Κάτι τώρα έχει αλλάξει. Στο μέσα σου. Στο γύρω σου. Είσαι ξανά εκεί που το σώμα σου χρειάζεται να είναι. Και, ξαφνικά, βλέπεις πάλι με τα μάτια του παιδιού, που ευχαριστιέται τα πάντα. Τη ζωή πρώτα.

Σαν με την σελήνη αυτή να γεννήθηκες πάλι. Και κάπως ξαναβρήκες το μονοπάτι για την ολοκλήρωσή σου. Γλιτώνοντας από αυτό το σάπισμα- της ψυχής πρώτα.

Μια σελήνη μόλις ξαναγεννήθηκε.
Μαζί της κι εσύ. Με άλλη μια ευκαιρία για ζωή.

*It is forbidden to republish/ use photographic material or any part of the article without the author’s consent.

Κείμενο © λ3 by Eleni Karavelatzi

Φωτογραφία © λ3 by Giannis Paraskevas

#lovenlivelife

Contact Us
Subscribe to Newsletter

Shopping cart0
Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι!
Συνέχεια Αγορών
0