ΜΑΝΝΑ: Et In Arcadia Ego

Ένα ιστορικό καταφύγιο 5 αστέρων, στο αρχαίο ελατόδασος του όρους Μαινάλου, μας καλεί να βιώσουμε τη σύγχρονη εκδοχή του αρκαδικού ιδεώδους.

Η Αρκαδία, πέρα από μια ιστορική και σύγχρονη περιοχή, είναι ένα εύηχο όνομα που ταυτίστηκε, μέσα από πλειάδα έργων τέχνης, με την αναπόληση της ειρήνης, της αθωότητας, της αρμονίας, της φύσης, της χαράς της ζωής, της ελευθερίας στον έρωτα, της ευαισθησίας, της απλότητας, του μέτρου και της επιστροφής στην ουσία. “Η Αρκαδία είναι το αμυδρό και υποβλητικό πορτραίτο ενός τόπου απ’ όπου ο άνθρωπος δε νιώθει ξεριζωμένος” γράφει χαρακτηριστικά ο Pedro Olalla στο έργο του “Ευδαίμων Αρκαδία”.

«Γη των απαρχών, των προγόνων και των οικιστών, γη ορεινή και από τη θάλασσα μακρινή, γη με ανθρώπους ευσεβείς και ταπεινούς πλάι στους θεούς της άγριας φύσης, με ανθρώπους φιλόξενους, ποιμένες, λάτρεις της μουσικής και της απλής ζωής, μακάριους». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που στον τόπο αυτό, τον οποίο η (παρα)μυθική αφήγηση τον θέλει να αγκαλιάζει τον επισκέπτη και να θωπεύει εκείνον που αποζητά την αρμονία και την απλότητα της αρχαίας βουκολικής, έχει λάβει σάρκα και οστά το όραμα μιας ευδαίμονος φιλοξενίας.

Το ΜΑΝΝΑ είναι το αποτέλεσμα μιας κτιριακής αναγέννησης, καθώς διασώζει, επεκτείνει και ενδύεται ως κέλυφος το πολύτιμο αρχιτεκτόνημα που γέννησαν ο οραματισμός και η διάθεση για προσφορά  της «Μάνας του στρατιώτη», Άννας Μελά. Είναι αδύνατον να διαβείς το κατώφλι του ιστορικού, διατηρητέου κτιρίου που χρονολογείται από το 1929, χωρίς να νιώσεις τα βήματά σου να αντηχούν πλάι στο βάδισμα όλων εκείνων που άοκνα υπηρέτησαν τον Άνθρωπο στο «Σανατόριο της Μάνας». Η αδελφή του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, που λόγω της απόλυτης αφοσίωσής της στους ασθενείς, αλλά και της εκτεταμένης φιλανθρωπίας της, χαρακτηρίστηκε ως ”Μάνα του στρατιώτη”, είχε οραματιστεί να «φυτέψει» στον κόρφο του δάσους, στην Κορφοξυλιά, το μεγαλύτερο σανατόριο στα Βαλκάνια. Για μια θέληση όπως η δική της, που στάθηκε ικανή να την πλοηγήσει με ασφάλεια σε μέτωπα πολεμικά και χρόνους δίσεκτους, το να στρατολογήσει μια ομάδα από εθνικούς ευεργέτες της Αιγύπτου και της Αμερικής, πρέπει να ήταν παιχνιδάκι.

Για να δεις πέρα από το προφανές, χρειάζεται να είσαι οραματιστής. Η Άννα Μελά μπόρεσε να δει πως στην πρακτική της φροντίδας του ανθρώπου που αναζητά την ανάρρωση, χρειάζονται η Φύση, με όλα τα στοιχεία- στοιχειά της, και η αισθητική καθαρότητα. Και φεύγοντας απ’ τον κόσμο τούτο, η αριστοκράτισσα με την ατσάλινη ευαισθησία, άφησε πίσω της μια στρατιά ανθρώπων παρηγορημένων απ΄ το δικό της χέρι, κι ένα υλικό αποτύπωμα της δράσης της: ένα εμβληματικό κτίριο νεοκλασικών επιρροών, με μπορντούρες και αετώματα, με πλάκες από οπλισμένο σκυρόδεμα, γκρίζα ασβεστολιθική πέτρα και δάπεδα από ξύλο και μωσαϊκό, τα οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα.

«It takes one, to know one” λένε οι φίλτατοι Άγγλοι. Για να αναβιώσει το ΜΑΝΝΑ, χρειάστηκε να βρεθεί στο διάβα ενός ακόμα οραματιστή. Για τον Στρατή, τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από τη δημιουργία αυτού του- μοναδικού για τα ελληνικά δεδομένα- καταφυγίου, η συνάντησή του με το ερειπωμένο κτίριο έγινε όταν, παιδί ακόμα, βρέθηκε στην ίδια δασική γειτονιά με την ιδιότητα του κατασκηνωτή. Από εκείνα τα καλοκαιρινά βράδια, που τα παιδιά προκαλούσαν το ένα το άλλο να τολμήσει να διασχίσει τους σιωπηλούς διαδρόμους του παλιού σανατορίου στο σκοτάδι, έχουν κυλήσει χρόνια.  Κι όμως, για να κατορθώσεις κάτι τόσο μεγάλο, χρειάζεται πείσμα παιδιάστικο. Και ίσως μια μικρή διάθεση ζαβολιάς, αυτή που κρατά αναμμένη τη σπίθα της αναζήτησης, την απαίτηση για απόλυτη ελευθερία.

Στο ΜΑΝΝΑ, είναι αδύνατον κανείς να ξεφύγει από τη σαγήνη που στήνει ο ίδιος  ο τόπος εντός του οποίου φύεται και αποκτά εκ νέου ζωή ένα ολόκληρο οικοσύστημα, ταγμένο να σμιλεύει τη γοητεία και να υπηρετεί την πανάρχαια τελετουργία που ορίζει ο Ξένιος Δίας. Στην Αρκαδία κατοικούν τα ίχνη μιας ιδέας που γοήτευσε τον άνθρωπο ανά τους αιώνες, της ιδέας μιας απλής και εφικτής ευδαιμονίας.

Την απλότητα τη διδάσκει η ίδια η φύση, που εφορμά μέσα από τα μεγάλα ανοίγματα, τις διαφάνειες και τα παράθυρα του κτιρίου. Μεγαλόπρεπο και επιβλητικό (κι ας πρόκειται ουσιαστικά για το ήμισυ του αρχικού αρχιτεκτονικού σχεδίου- το σανατόριο, όπως μαρτυρά η παράδοξη θέση της κεντρικής εισόδου του, έμεινε ημιτελές), κι όμως το κτίριο δεν στρατολογεί την τοιχοδομή του σε κανενός είδους «εγκλεισμό» ή απομονωτισμό. Αντίθετα, επικοινωνεί διαρκώς με το «έξω», στο οποίο η σοφά επιμελημένη λιτότητα του εσωτερικού χώρου αφήνει πεδίον δόξης λαμπρό. Αρκεί ένας περίπατος μέσα στο ΜΑΝΝΑ, για να διαπιστώσεις πως οι ίσκιοι του δάσους σε ακολουθούν παντού, τα έλατα επιβάλλουν τη χρωματική παλέτα της εποχικότητας, ενώ το κρύσταλλο των τζαμιών μοιάζει να κραυγάζει «Φως, περισσότερο φως!», λούζοντας διαρκώς τις επιφάνειες με το θερμό χάδι του ήλιου, ή επινοώντας τις κομψότερες γεωμετρίες χάρι στις σκιές που δημιουργεί η μέρα στο διάβα της.

Για μένα, αυτός ο διάλογος με το φως, κι αυτά τα τεράστια ανοίγματα στο σκαρί του κτιρίου που σου επιτρέπουν να αφαιρείσαι, να χάνεσαι, είναι τα δύο στοιχεία που καθορίζουν τη φυσιογνωμία του ΜΑΝΝΑ. Είναι ένα μέρος άκαμπτο και μαζί πλαστικό· ένας βράχος που στέκει αμετακίνητος ενώ γύρω του κυλάει το ποτάμι του χρόνου και ταυτόχρονα ένα γκριζοπράσινο φύλλο που στροβιλίζεται στην κάθε του δίνη. Είναι, όπως όλοι οι χώροι που προορίζονται να κατοικηθούν και να φιλοξενήσουν τις ανάσες των πρόσκαιρων κατοίκων τους, ένας πνεύμονας που ανασαίνει ό,τι του φέρει ο άνεμος: καθάριο αγέρι και παλαιωμένο καπνό, αρώματα βαριά από μνήμες και φρέσκα, άγρια μυρωδικά του δάσους.

«Για περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια αιματηρών πολέμων, κατάφωρης αδικίας και κατάχρησης εξουσίας, ποτέ δεν έλειψαν ποιητικές φωνές που διατηρούσαν ζωντανό στον πολιτισμό μας το ειλικρινές κάλεσμα στην αρμονία και την απλότητα της αρχαίας βουκολικής». Ο Pedro Olalla συνεχίζει να με συντροφεύει μέσα από τη γραφή του, συνοδοιπόρος μου σε κάθε γουλιά του εξαιρετικού καφέ που προσφέρει το ΜΑΝΝΑ.

Η Αρκαδία έχει, στο καλλιτεχνικό πάνθεο, μια ξεχωριστή θέση: εμπνέει τις λογοτεχνίες της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας, θριαμβεύει στον ζωγραφικό καμβά και υπαγορεύει τις άριες της όπερας, προσφέρει εικόνες στη μυστικιστική έκφραση, χρησιμεύει ως αλληγορία ή μάσκα στον περίπλοκο κόσμο και προσφέρει καταφύγιο ενάντια στον αυξανόμενο θρησκευτικό φανατισμό. Στις φωνές των πιο ευαίσθητων ποιητών, τραγουδά σαν άλλοτε αυξανόμο για τον χαμό αγαπημένων προσώπων. Σε έναν κόσμο κουρασμένο από την υπερβολή του Μπαρόκ, η Αρκαδία διεκδικεί ξανά την αρμονία του κλασικισμού.

Σε μια εποχή που η αναζήτηση της αυθεντικότητας, η ανάγκη για επαναπροσδιορισμό και η πίστη στην πηγαία καλοσύνη του ανθρώπου απαιτούν την απομόνωση και τη γαλήνη της φύσης για να επιζήσουν, το ΜΑΝΝΑ έρχεται να μας προσφέρει και τα δύο. Και ντύνεται με θάρρος τον βουκολικό ρομαντισμό των ποιητών, και ταυτόχρονα τον σκληρό ρεαλισμό της Ιστορίας.

Από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η Αρκαδία αποτελεί μια ποιητική σταθερά στον πολιτισμό μας. Το ίδιο, με τον πιο αβίαστο αλλά και φίλεργο τρόπο, κατορθώνει να αποτελεί και το ΜΑΝΝΑ, προσφέροντας μια εξιδανίκευση της πραγματικότητας, όχι όμως προς το άκρον, αλλά προς την ισορροπία.

Σε αντίθεση με ό,τι συχνά συμβαίνει σε τέτοιας κλίμακας έργα, το ΜΑΝΝΑ δε ζητά να δώσει ταυτότητα στον ταξιδιώτη που θα υποδεχθεί στους κόλπους του. Μας προσφέρει μια προσεκτική, αριστοτεχνική αφήγηση και τα εκλεκτότερα μέσα για να την πραγματώσουμε. Οι αποφάσεις και οι επιλογές είναι όμως δικές μας. Η εμπειρία που μας προσφέρεται εδώ είναι ισόποσα πνευματική και σωματική, κι ο καθένας αποφασίζει προς τα πού θέλει να γύρει η ζυγαριά της δικής του διαμονής. Άλλωστε, το να ισχυριστεί κανείς ότι μπορεί να προσφέρει το αντίθετο, θα ήταν μια ουτοπία. Η ουτοπία είναι εξ ορισμού αυτό που δεν έχει τόπο, και η Αρκαδία – εξιδανικευμένη ή μη – είναι πάνω απ’ όλα ένας τόπος.

Δε θα αποκαλύψω τις λεπτομέρειες όσων περιλαμβάνει η εμπειρία της διαμονής στο ΜΑΝΝΑ. ‘Εχω ήδη πει πολλα, κι έχω υπαινιχθεί ακόμα περισσότερα. Άλλωστε, γιατί να σας στερήσω την ευκαιρία να γνωρίσετε τον τόπο και τον προορισμό αποκλειστικά μέσα από τα δικά σας μάτια; Θα κλείσω με ένα τελευταίο απόσπασμα του βιβλίου που πήρε τον ρόλο του συν-αφηγητή στη δική μου πρωινή ιεροτελεστία:

«Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος φροντίζει και εκτιμά εκείνο που αγαπά, και ότι αγαπά μόνο εκείνο που γνωρίζει. Γι’ αυτό σήμερα, όταν ακόμα κάνουμε τα πρώτα βήματα στην ιστορική ανασυγκρότηση της μνήμης, είναι απαραίτητο να καλλιεργήσουμε τη συναίσθηση του πολιτισμικού πλούτου των τόπων που επισκεπτόμαστε ή κατοικούμε. Για το λόγο αυτό, και επίσης διότι με αυτόν τον τρόπο, ίσως να βοηθήσουμε την ιστορία να εκπληρώσει τον σκοπό της: να βελτιώσει τον κόσμο».

Το ΜΑΝΝΑ του χθες και το ΜΑΝΝΑ του σήμερα, μπορούν σίγουρα να καυχιούνται πως αυτό, το κατάφεραν.

*It is forbidden to republish/ use photographic material or any part of the article without the author’s consent.

Κείμενο © λ3 by Maria Kantani

Φωτογραφία © λ3 by Giannis Paraskevas

#lovenlivelife

Contact Us
Subscribe to Newsletter

Shopping cart0
Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι!
Συνέχεια Αγορών
0