Βοβούσα, λαχτάρα μου
Λαχτάρα!
Αυτή είναι συνήθως η λέξη που περιγράφει τις καλοκαιρινές διακοπές. Με λαχτάρα ανυπομονείς να έρθει ο Αύγουστος, να βάλεις δύο πράγματα σε μία τσάντα για να είσαι νωρίς το πρωί στο λιμάνι του Πειραιά με προορισμό κάποιο από τα υπέροχα ελληνικά νησιά. Να απλώσεις το κορμί σου κάτω από τον ήλιο, στην παραλία, να κάνεις βουτιές και το σώμα σου να έχει λίγο από την αλμύρα της θάλασσας. Τώρα αν σου έλεγα να αλλάξεις τα παραπάνω και αντί για το νησί και τη θάλασσα να σκεφτείς ένα χωριό, κρυμμένο στις πλαγιές βουνών που το διασχίζει ένα ποταμάκι θα το λαχταρούσες το ίδιο;
Λοιπόν, υπάρχει ένα χωριό στη Βόρεια Ελλάδα και συγκεκριμένα στο ανατολικό Ζαγόρι, είναι χτισμένο στα 1000 μέτρα υψόμετρο και αποτελεί μία από τις εισόδους του Εθνικού Δρυμού της Βάλια Κάλντα. Η πανέμορφη Βοβούσα. Πίστεψέ με έχω την ίδια λαχτάρα να ξαναβρεθώ εκεί τον επόμενο Αύγουστο.
Η Βοβούσα είναι ένα χωριό που το γνώρισα πριν μια ολόκληρη δεκαετία, εντελώς τυχαία, καθώς περιπλανιόμουν με μία παρέα τρελών μηχανόβιων. Μου είχε κάνει τότε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο η Βοβούσα, σε μια σύντομη στάση για καφέ, κατόρθωσε να αποτυπωθεί για πάντα στο μυαλό μου. Για όλα έφταιγε μια υπέροχη σκηνή που εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια μας: ένας κύριος, παρέα με την κόρη του, κατέφθασε από το δάσος στο καφενείο, κουβαλώντας ένα ψάθινο καλάθι γεμάτο μανιτάρια που μόλις είχε μαζέψει. Τα έβαλε στη φωτιά και μας τα πρόσφερε συνοδευμένα με το απαραίτητο τσίπουρο. Ίσως από τους καλύτερους μεζέδες ˗και σίγουρα μια από τις πιο έντονες εικόνες˗ που έχω να θυμάμαι.
Με αυτή την ανάμνηση λοιπόν οδηγό, λαχταρούσα χρόνια τώρα να βρεθώ πάλι εκεί. Η ευκαιρία δόθηκε το φετινό καλοκαίρι. Με μια παρέα φίλων που ξεκίνησαν από διαφορετικά σημεία της Ελλάδας, δώσαμε ραντεβού στη Βάλια Κάλντα. Έτσι βρέθηκα να αφήνω πίσω μου την Εγνατία Οδό και να διαπιστώνω, για μια ακόμα φορά, πόσο η φύση αλλάζει πρόσωπο με το που μπεις στο επαρχιακό δίκτυο. Το ταξίδι του πηγαιμού έκρυβε, αυτή τη φορά, ένα δώρο διαφορετικό: την περίφημη Λίμνη με τα Νούφαρα. Την είχα δει αρκετές φορές σε φωτογραφίες και πάντα μου κέντριζε το ενδιαφέρον, οπότε σκέφτηκα πως άξιζε μια μικρή παράκαμψη. Και πραγματικά, το τοπίο γύρω από τη φυσική αυτή αποθήκη νερού είναι μαγευτικό κι ας μην πετύχαμε τα νούφαρα στην περίοδο ανθοφορίας τους.
Τα χιλιόμετρα πολλά, όλα όμως όσα άλλαζαν καθώς προχωρούσαμε μας ενθάρρυναν να συνεχίσουμε την πορεία: η θερμοκρασία που αισθητά έπεφτε, το καθαρό οξυγόνο που φούσκωνε τα πνευμόνια μας στις σύντομες στάσεις, οι κορυφογραμμές που φανερώνονταν υποσχόμενες περιπετειώδεις ορεινές περιπλανήσεις… Νωρίς το μεσημέρι και μετά από εφτάμιση ώρες οδήγηση, φτάσαμε στο Καταφύγιο της Βοβούσας. Το συγκεκριμένο καταφύγιο είναι ιδιόκτητο και ένα από τα πιο όμορφα και οργανωμένα που θα συναντήσεις στην Ελλάδα. Διαθέτει καθιστικό και εστιατόριο στο ισόγειο, ενώ στον επάνω όροφο έχει τα δωμάτια όπου μπορείς να διανυκτερεύσεις.
Τώρα αν είσαι ο τύπος του πεζοπόρου που αρέσκεται να έχει τη σκηνή του και την ησυχία του, στα πέριξ σε περιμένουν διάφορες ωραίες γωνιές όπου μπορείς με την παρέα σου να στήσετε το δικό σας μικρό χωριό. Έτσι ακριβώς κινηθήκαμε και εμείς, μια και τις ημέρες που βρεθήκαμε στη Βοβούσα η περιοχή έσφυζε από ζωή (και επισκέπτες): όλοι οι ξενώνες της περιοχής είχαν μηδενική διαθεσιμότητα. Αφού λοιπόν στήσαμε τις σκηνές μας κάτω από την πλούσια σκιά των δέντρων, σπεύσαμε στο καταφύγιο προκειμένου να απολαύσουμε ένα ωραιότατο μεσημεριανό κάτω από την πέργκολα της αυλής του.
Μετά από μια σύντομη σιέστα, αποφασίσαμε να αφιερώσουμε το υπόλοιπο της ημέρας μας στο χωριό, να περπατήσουμε στα δρομάκια γύρω από την κεντρική του πλατεία και να διασχίσουμε το μονότοξο γεφύρι που ενώνει τις δυο γειτονιές του. Τη Βοβούσα τη διασχίζει ο ποταμός Αώος. Λέγεται μάλιστα πως πήρε το όνομά της από αυτόν, μια και διαρκώς τη συντροφεύει με τη βοή του. Επιπλέον κίνητρο για τη βόλτα μας ήταν και τα δρώμενα του Φεστιβάλ Βοβούσας, που πραγματοποιούνταν εκείνες τις μέρες. Πώς να πάμε όμως ως εκεί; Να προτιμήσουμε αυτοκίνητο ή ποδαρόδρομο; Αποφασίζοντας να καταφύγουμε στα φώτα των ντόπιων, ζητήσαμε να μάθουμε από μια γιαγιά που περνούσε πόση περίπου ώρα περπάτημα μας χώριζε από τη Βοβούσα. «Το χωριό; Καλέ δίπλα είναι!» μας απάντησε χαρωπά. «Αφού το κάνω εγώ, γριά γυναίκα, είκοσι λεπτά, εσείς, νέα παιδιά, θα το κάνετε δεκαπέντε». Έλα όμως που τα νέα παιδιά χρειάστηκαν ένα ολόκληρο σαραντάλεπτο! Και πάλι μακριά δεν το λες, δεν θέλω να γκρινιάζω, αλλά πάντα στο «πήγαινε», ξεχνάς ότι έπεται το «έλα». Έτσι ξεχαστήκαμε κι εμείς, απολαμβάνοντας το χωριό και έτσι μας πρόφτασε το σκοτάδι, με αποτέλεσμα να ζήσουμε μια επιστροφή που θύμιζε τα παιδικά μας χρόνια, τότε που, περπατώντας τη νύχτα, λέγαμε τρομακτικές ιστορίες.
Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, οι τρομακτικές ιστορίες δεν ήταν καθόλου φανταστικές, και είχαν για πρωταγωνίστριες τις συμπαθέστατες αρκούδες της περιοχής. Όταν βρίσκεσαι σε μια τέτοια κατάσταση, δεν μπορείς να αποφασίσεις τι είναι πιο ανησυχητικό: η απόλυτη ησυχία του δάσους, ή οι (απροσδιόριστοι για το απαίδευτο αυτί μας) ήχοι που την διακόπτουν; Ένα είναι το σίγουρο πάντως: ο συνδυασμός όλων των παραπάνω αποτέλεσε το κατάλληλο καύσιμο για να κάνουμε τη διαδρομή όντως εικοσάλεπτη! Ένας ήχος παραπάνω από το δάσος και θα είχαμε κάνει παγκόσμιο ρεκόρ.
Το επόμενο πρωί το ξυπνητήρι ήχησε στις 5:30. Ώρα για πεζοπορία! Σημείο συνάντησης η πλατεία της Βοβούσας, όπου μας περίμενε το μεταφορικό μας μέσο για το πρώτο κομμάτι της διαδρομής. Λόγω του φεστιβάλ, οι ντόπιοι είχαν προσφερθεί να μεταφέρουν τους επισκέπτες με αγροτικά οχήματα πιο ψηλά στο βουνό, ώστε να ξεκινήσουν την ανάβαση έχοντας γλιτώσει το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου, απότομου ανήφορου και να απολαύσουν περισσότερο τη διαδρομή. Έτσι ανεβήκαμε στην καρότσα και σε πολύ λίγο βρεθήκαμε «στη Στάνη», με λίγα μέτρα να μας χωρίζουν από την κορυφή Αυγό. Λίγα μέτρα, αλλά με υψομετρική διαφορά που απαίτησε μιάμισης ώρας πεζοπορία για να καλυφθεί.
Φτάσαμε στην κορυφή νωρίς και πήραμε το πρωινό μας που περιελάμβανε φρούτα, τοστάκια και ξηρούς καρπούς, χαζεύοντας το ανάγλυφο των περιοχών που απλώνονταν κάτω από τα πόδια μας. Η κατάβασή μας από την κορυφή μέχρι το κέντρο της Βοβούσας διήρκεσε τέσσερις ώρες μαζί με τις στάσεις μας. Ένα πολύ ωραίο στοιχείο των τοπίων του ανατολικού Ζαγορίου είναι οι διαρκείς εναλλαγές που δεν σε αφήνουν να βαρεθείς, αλλά ούτε και να αισθανθείς κούραση, καθώς το περιβάλλον σε «βομβαρδίζει» διαρκώς με διαφορετικά ερεθίσματα.
Φτάσαμε στην πλατεία νωρίς το μεσημέρι, ρίξαμε κρύο νερό από τη βρύση στα πόδια μας για να συνέλθουν λίγο από την κατηφορική πίεση και ήπιαμε μία παγωμένη μπύρα τοπικής παραγωγής, Βάλια Κάλντα. Δεν μπορούσαμε όμως να αντισταθούμε σε μία βουτιά. Το ποτάμι μας καλούσε με τη βοή του να το απολαύσουμε. Ντόπιοι μας ενημέρωσαν πως η Βοβούσα έχει δύο παραλίες, μία «για τους μεγάλους», αρκετά βαθιά για βουτιές, και μια «για τους μικρούς», πιο ρηχή, χωρίς μεγάλη πίεση και ορμή του νερού.
Τρία λεπτά μόλις χρειάστηκαν για να αφήσουμε πίσω μας την πλατεία και να βρεθούμε μέσα σε μια πραγματική όαση. Πώς μοιάζει, λοιπόν, μια βουνίσια παραλία; Ουσιαστικά πρόκειται για ένα σημείο της όχθης του Αώου όπου οι ντόπιοι έχουν διαμορφώσει κατάλληλα, επιτρέποντας στους κολυμβητές να χαρούν το νερό με βουτιές αλλά και να απολαύσουν φυσικό υδρομασάζ. Δεν υπάρχει καλύτερο συναίσθημα από τη βουτιά σε ποτάμι μετά από μια πεζοπορία διάρκειας έξι ωρών. Το ποτάμι, φαρδύ και σχετικά ρηχό, χάρη στη ζεστασιά του ήλιου είχε θερμοκρασία που θύμιζε θάλασσα.
Μετά από αυτή τη βουτιά ακολούθησε φαγητό στη μία και μοναδική, καταπληκτική ταβέρνα της πλατείας του χωριού και ο απαραίτητος ύπνος κάτω από τα δέντρα, χάμου (όπως έλεγε η γιαγιά μου) στο χώμα, πλάι στο ποταμάκι. Ξυπνήσαμε για να συνειδητοποιήσουμε, με τεράστια έκπληξη, ότι είχαμε κοιμηθεί για δύο σχεδόν συνεχόμενες ώρες νανουρισμένοι από το βουητό του νερού. Έμοιαζε λες και η πεζοπορία μας είχε γίνει χθες και μια νέα, καινούρια ημέρα είχε ξημερώσει. Καλωσορίσαμε κι εμείς αυτή τη «νέα μέρα» με μια ακόμα βουτιά στο ποτάμι και σμίξαμε με τον κόσμο που πια γέμιζε την πλατεία, ανυπόμονος να παρακολουθήσει τα δρώμενα του Φεστιβάλ στη Βοβούσα.
Είχα καιρό να δω κόσμο τόσο χαρούμενο και ανέμελο. Επιστρέψαμε σχετικά νωρίς στο υπαίθριο σπιτικό μας, μόνο και μόνο επειδή την επόμενη μας περίμενε εξίσου γεμάτο πρόγραμμα. Αν και λείπαμε από τις έξι το πρωί, το διάλειμμά μας στο ποτάμι είχε τέτοια ευεργετική επίδραση που δεν αισθανόμασταν κούραση. Με ένα αίσθημα πληρότητας, κλείσαμε τα μάτια…
*It is forbidden to republish/ use photographic material or any part of the article without the author’s consent.
Κείμενο © λ3 by Christos Tzoutis
Φωτογραφία © λ3 by Mariza Kapsabeli
#lovenlivelife