Patrick Leigh Fermor
Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα ανοίγοντας το πρώτο βιβλίο του Patrick Leigh Fermor που έφτασε στα χέρια μου, έχει μείνει κατά τρόπο ανεξίτηλο χαραγμένη στην πίσω πλευρά του αμφιβληστροειδή μου, ικανή να επιστρέφει κάθε φορά που καταπιάνομαι ξανά να διαβάσω τις σελίδες του.
Ένα μεγάλο μάτι, στη θέση του ήλιου, ψηλά: οφθαλμός, ός τα πανθ’ ορά, με φρύδι τοξωτό (σαν πέτρινο γιοφύρι). Από κάτω μια πολιτεία βυθισμένη στο φως, και στο βάθος νερό· νερό που μέσα του, ψηλά πάνω απ’ τα πυργόσπιτα κολυμπά η Γοργόνα. Μονάχα το κεφάλι της ξεμυτίζει από το πέλαγο, και τα δυο της χέρια κρατούν ισότιμα, σαν την τυφλή θεά, τη Θέμιδα, ένα καράβι και μιαν άγκυρα. Τα λόγια της Γοργόνας φτάνουν ψηλά, ως το ασώματο μάτι που βασιλεύει και άγρυπνα παρατηρεί, και το περικυκλώνουν:
“Πού είναι ο Μεγαλέξανδρος;” διαβάζουμε πάνω απ’ το φρύδι Του·
“Ο Μεγαλέξανδρος ζη και βασιλεύει.” ακολουθεί η απάντηση, μιμούμενη το σχήμα της καμπύλης στο κατωβλέφαρο.
Το μάτι αυτό, ολοκάθαρα το είδα, ήρθε και στάθηκε πάνω από το πέτρινο σπίτι στην Καρδαμύλη, την ώρα που αναπηδώντας από αδημονία μετρούσα αντίστροφα τα δευτερόλεπτα που απέμεναν για να ανοίξει η θαλασσιά αυλόπορτα. Για να ανοίξει το σεντούκι με τους θησαυρούς, που τόσο απλόχερα μοιράστηκε ο Patrick Leigh Fermor με τους ανθρώπους της Μάνης· που τόσο απλόχερα μοιράζεται με κάθε κάθε του λέξη, με κάθε του σελίδα, μέχρι σήμερα με τους ανά τον κόσμο αναγνώστες του.
Κοντά μου ο Χρήστος, η Ευαγγελία, ο Κωστής· χαμόγελα πλατιά και ένα πείραγμα στην άκρη της γλώσσας, που το κρατούσαν γι’ αργότερα. Αποτιμώντας σοφά τη στιγμή, δε θέλησαν να σπάσουν το ξόρκι, κι επέτρεψαν στον ενθουσιασμό μου να ξεχυθεί και να πλημμυρίσει τα πάντα. Δεν είναι ότι δεν είχα συναίσθηση της κωμικής εικόνας που παρουσίαζα. Θεωρώ, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, ότι εκείνο το πρωινό της επίσκεψής μας στην Οικία των Patrick και Joan Leigh Fermor έφερνα μάλλον σε έξαλλη groupie στην οποία μόλις ανακοίνωσαν ότι πρόκειται να πάρει μέρος στην εναρκτήρια σκηνή του A Hard Day’s Night των Beatles.
Στη δική μου περίπτωση, δεν επρόκειτο να καταδιώξω κανέναν. Το αντίθετο μάλιστα: εγώ ήμουν καταδιωκώμενη από τον χρόνο, μιας και η επίσκεψη στο σπίτι του συγγραφέα είναι, κατά το γράμμα του νόμου, αυστηρά χρονομετρημένη. Είχα μία ώρα ακριβώς: μία ώρα να γεμίσω τα μάτια μου εικόνες, να αφουγκραστώ τον ρυθμό στον οποίο χτυπούσε η καρδιά του σπιτιού, να διασχίσω τα διαστήματα ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι όπως τα υπαγόρευαν τα πέτρινα τόξα που πλαισίωναν το τοπίο. Μια ώρα να χαρτογραφήσω τα δρομάκια και τα επίπεδα των κήπων- μια ώρα να καταλογογραφήσω νοερά τα βιβλία στις βιβλιοθήκες· μια ώρα να κρατήσω λεπτομερείς σημειώσεις στα κατάστιχα στης μνήμης, προκειμένου να μπορέσω να επιστρέψω στην επόμενη ανάγνωση των αγαπημένων σελίδων ενσωματώνοντας το σπάνιο δώρο που μου είχε δοθεί.
Είχα λοιπόν εξήντα λεπτά που θα έκριναν το πόσο μπορώ να δειχτώ εφευρετική· τρεις χιλιάδες εξακόσια δευτερόλεπτα στα οποία έπρεπε να δώσω τα σκήπτρα στα αντιληπτικά μου όργανα. Διακόσιες δεκαέξι χιλιάδες δέκατα του δευτερολέπτου που όφειλαν να χρησιμοποιηθούν σοφά: βιώνοντας το συναίσθημα πλήρως, αλλά δίχως να του επιτρέψω να ροκανίσει ενέργεια που δικαιωματικά ανήκε στον νου- κατακτώντας τον χώρο στρατηγικά, δίχως χαζέματα και άσκοπες μετακινήσεις.
Ο Patrick Leigh Fermor δεν είναι απλά “ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς”. Για μένα, είναι Ο συγγραφέας.
Είναι εκείνος που με τα γραπτά του με μύησε στη μαγεία του ταξιδιού και ταυτόχρονα μου (απ)έδειξε την τεράστια δύναμη των λέξεων να καταργούν τις αποστάσεις και να φανερώνουν, αυτούσια κι ολοζώντανη μπροστά μας, την εκδοχή της ζωής που κατοίκησε και κατοικεί σε τόπους αλλιώτικους κι αλλοτινούς. Είναι ακόμα ένας άνθρωπος που, δίχως ποτέ να τον γνωρίσω υπό τη στενή έννοια του όρου, μου δίδαξε τον σεβασμό απέναντι στο κείμενο· μου σύστησε την τεράστια σημασία της δικαιοσύνης στο γράψιμο. Γιατί είναι άκρως σημαντικό να είσαι σε θέση να διαλέγεις με άκοπη φροντίδα τις λέξεις σου· κι αναντίρρητα αναγκαίο να ισορροπείς ανάμεσα στα διανοητικά άλματα (που αναβλύζουν εντός) και στα εξωτερικά ερεθίσματα (που πηγάζουν έξωθεν), όταν ταξιδεύεις.
Μιλώ για τον λυρισμό που δείχνει ο συγγραφέας όταν λειτουργεί σαν γλύπτης, σαν ζωγράφος, σαν ποιητής- και ταυτόχρονα για την φαινομενικά ψυχρή επιστημοσύνη που τον διακατέχει όταν παρατηρεί σαν φυσιοδύφης, σαν ψυχολόγος, σαν ιστορικός και αρχιτέκτονας.
Είναι οραματιστής ένας “ταξιδιωτικός” συγγραφέας όπως ο Patrick Leigh Fermor;
Είναι. Γιατί δηλώνει ρητά την πρόθεση και την προτίμηση, τη συνειδητή απόφασή του να εγκαταλείψει τον “λογικό” ειρμό, την πίστη στην αυστηρή αναπαραγωγή της χρονικής σειράς των γεγονότων. Κι ενώ διατηρεί- και εξασκεί- την ικανότητα να σκέφτεται κριτικά, να αποτιμά συγκριτικά και να ερμηνεύει αιτιολογικά φαινόμενα ή συμπεριφορές, δεν μένει εκεί. Ταξιδεύει παρατηρώντας, αλλά κυριότερα παρατηρεί βιώνοντας.
Διαβάζοντας, νιώθεις πως δεν τον αφορά- τον χειμαρρώδη αυτόν αφηγητή που τόσο τρυφερά ταιριάζει κάθε λέξη με το δικό της, μοναδικό, ιδανικό ταίρι- η λεπτή στρώση πληροφοριακού υλικού με την οποία άλλοι αφρόντιστα σπεύδουν να μπογιατίσουν την επικράτεια του χάρτη που τους ανατέθηκε. Θέλει η ματιά και η γραφίδα του να διεισδύσουν βαθιά- όσο και όπως του επιτρέπουν “οι ικανότητες και η ιδιοσυγκρασία του”. Δεν ωφελεί να γίνεις κάποιος άλλος για να γράψεις. Ωφελεί, όμως, ν’ αφήσεις τους τόπους που θα γνωρίσεις να “γράψουν” πάνω σου. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ο Patrick Leigh Fermor άφησε το τοπίο της Μάνης να “γράψει” πάνω στον αγγλικό καμβά που άπλωσαν με την Joan κάτω από τον ήλιο της Καρδαμύλης.
Κι έτσι, ο συγγραφέας που βάδισε, δημιούργησε και τόσο αρμονικά έζησε εδώ, μοιράζεται μαζί μαςμια επικράτεια εντέλει άχρονη· στην οποία η βαθιά εντοπιότητας είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με την ωραιότερη εκδοχή της παγκόσμιας πολιτειότητας. Έτσι, ο Patrick Leigh Fermor γράφει κατά τον τρόπο που διακοσμεί ένα δωμάτιο: συμπεριλαμβάνοντας όσα είναι λειτουργικά και αισθητικά άρτια· με την ουσιαστική έννοια όμως της λειτουργικότητας και της αισθητικής. Επιλέγει μονάχα όσα τον γέμισαν ενδιαφέρον, περιέργεια, ευχαρίστηση, ενθουσιασμό.
Μόνο αυτά έχουν θέση σε ένα δωμάτιο· μόνο γι’ αυτά αξίζει να χυθεί μελάνι. Μόνο αυτά αρκούν για να μεταδοθεί η γητειά των τόπων. Κι αυτά, συχνά, κατοικούν εκεί που οι δρόμοι είναι κακοτράχαλοι· εκεί που η ζωή λογιέται “απομακρυσμένη”· εκεί που διασώζεται η αρχέγονη σχέση του ανθρώπου με τον τόπο που κατοικεί.
Κανείς μας δε βλέπει το σπίτι του με μάτια αντικειμενικά. Και κανείς δε λέει πως ο Patrick Leigh Fermor επιχείρησε να διεκδικήσει κάποιο βραβείο αντικειμενικότητας, θέτοντας το ταλέντο του στην υπηρεσία της περιγραφής και της βίωσης ενός κόσμου ανοίκειου, που “άλλοτε βουίζει σαν μελίσσι κι άλλοτε μένει πεισματικά σιωπηλός σαν την πέραν του τάφου ζωή”. Κι αλήθεια είναι, πως ο συγγραφέας μας περιηγούνταν σε ένα παρόν που δεν ήταν υποχρεωμένος να το εναγκαλιστεί. Διέθετε την πολυτέλεια της απόσυρσης. Αλλά μήπως δεν πρόκειται για μια πολυτέλεια που όλοι, ως επισκέπτες και ταξιδιώτες, μοιραζόμαστε; Μήπως δεν προτιμάμε, όταν η εικόνα που μας αποκαλύπτει ο δρόμος απογοητεύει, να τη διανθίζουμε με ιστορικές αναδρομές, να κάνουμε παραλληλισμούς και συγκρίσεις, να εντοπίζουμε αντιθέσεις κι ομοιότητες, να ανασύρουμε μνήμες χρησιμοποιώντας τη δύναμη της υποβολής;
Ίσως γι΄αυτό αγαπάμε τους τόπους που βραχυπρόθεσμα κατοικούμε, λίγο περισσότερο. Ο Patrick Leigh Fermor, όμως, έμεινε. Κι αν δημιούργησε τη δική του, υλική “απόσυρση”, την έκαμε με παράθυρα ορθάνοιχτα και μεγάλες καμάρες· ίσως για να μπορεί η άναρχη ομορφιά του ελληνικού τοπίου να εισβάλλει στο “αγγλικά” σχεδιασμένο, ταγμένο στο καθηκόν εσωτερικό του.
*It is forbidden to republish/ use photographic material or any part of the article without the author’s consent.
Κείμενο © λ3 by Maria Kantani
Φωτογραφία © λ3 by Christos Tzoutis & Kostis Aggelopoulos
#lovenlivelife
You may also like
Καστράκι, Μετέωρα
Ένα χωριό που μοιάζει να κοιμάται ειρηνικά στην αγκαλι
Ο Κάλαμος
Όλοι στην Ανάφη μιλούν γι’ αυτόν τον επιβλητικό βράχο,