Faces In Coffee Places – Κεφάλαιο 3: Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

Έπινε καφέ ο Κάφκα; Μπορεί ένας ήρωας βιβλίου να μεταμορφωθεί σε.. κούπα καφέ- κι αν ναι, τι καφές θα ήταν; Πώς μπορείς να κινείσαι μέσα στο πλήθος της πόλης, κι ενώ φαινομενικά επικαλύπτεσαι από τους άλλους, ταυτόχρονα να βρίσκεις τον εαυτό σου;

Με τον Χρήστο δώσαμε ραντεβού στη νέα του γειτονιά, το Παγκράτι. Στην πλατεία προσκόπων, πήγα και τον βρήκα- σοβαρά ενοχλημένο. Όχι για την αργοπορία μου (“Συγγνώμη για το στήσιμο Χρήστο, είχε κίνηση και εγώ και το ποντίκι με την κίνηση στην Αθήνα έχουμε τσακωθεί” “Ποιο είναι το ποντίκι;” “Το ποντίκι είναι το αμάξι μου, είναι γκρι, άρα ποντίκι”), αλλά γιατί στο πρώτο καφέ που είχε καθίσει, του έγινε παρατήρηση: “Δεν επιτρέπεται το λάπτοπ τις Κυριακές, κύριε, είναι ο κανονισμός του καταστήματος”.

Και πολύ θα ήθελα να κάνω κάποιο αστείο, για την εβδόμη ημέρα, ημέρα ανάπαυσης (αν είσαι χριστιανός, αν είσαι εβραίος ανταλλάζουμε το νούμερο επτά με το νούμερο έξι), και πόσο θεοσεβούμενοι πρέπει να είναι σε αυτό το μαγαζί- γιατί σοβαρά, τέτοια συμπεριφορά μόνο κάπως έτσι θα μπορούσα κόσμια να τη σχολιάσω- αλλά δεν ήταν η ώρα για αστεία. Στο καφέ με τους σουρεάλ κυριακάτικους κανόνες, δεν είχαν απαγορεύσει απλώς σε έναν περαστικό να ανοίξει το λάπτοπ του. Είχαν μόλις απαγορεύσει σε έναν συγγραφέα να γράψει. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι έχασαν για πάντα την ευκαιρία να γίνουν το σκηνικό ενός εγκλήματος, μιας διαφωνίας- ή, έστω, μιας καθοριστικής στιχομυθίας για το μέλλον των ηρώων με τους οποίους καταπιάνεται αυτή την περίοδο ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος.

Στον Χρήστο, περιμένοντας να αρχίσουμε τη συζήτησή μας, δεν είπα εννοείται τίποτα από όλα αυτά. Πρώτον, γιατί υπήρχε η πιθανότητα να μου πει ότι αν του είχε επιτραπεί το λάπτοπ θα δούλευε σε κανένα τοπογραφικό σχέδιο, και να τραπούν έτσι όλες οι ονειροφαντασίες μου σε άτακτη φυγή. Και δεύτερον, γιατί όταν κάποιος έχει εκνευριστεί με κάτι και δεν έχει πιει ούτε γουλιά καφέ, αν έχεις μια στάλα ενσυναίσθησης μέσα σου, δεν αρχίζεις τα αστειάκια. (Κι εσείς που σκέφτεστε τώρα ότι αυτό δεν ισχύει και πόσες φορές το έχετε κάνει αυτό σε κάποιο φιλαράκι χωρίς συνέπειες, μη συνεχίσετε την ανάγνωση προτού α) σπεύσετε σε έναν καθρέφτη και, κοιτώντας το είδωλό σας βαθιά στα μάτια, πάρετε όρκο ιερό να μην διαπράξετε ξανά τέτοιο έγκλημα β) καταλογογραφήσετε αυτό το φιλαράκι στους ανθρώπους με φωτοστέφανο υπομονής και κάνετε μια νοερή σημείωση αύριο να του στείλετε λουλούδια. Ή- ακόμα καλύτερα- καφέ.)

Μετ’ εμποδίων και επεισοδίων λοιπόν: έτσι ξεκίνησε μια συζήτηση υπό την επήρεια του καφέ και των βιβλίων, στο ομώνυμο καφέ όπου και καθίσαμε τελικά. Παλμός, αέναη κίνηση και αγαπημένοι, δημιουργικοί άνθρωποι έφεραν τον Χρήστο στο Παγκράτι. Ο ίδιος εξηγεί ότι η περιοχή μοιάζει να τον κρατά σε διανοητική εγρήγορση, αφού η ξέφρενη αλληλουχία εικόνων, προσώπων και διαλόγων που συναντά στις διαδρομές του στα πέριξ ξυπνά συναισθήματα, μνήμες και εσωτερικές διεργασίες που, τελικά, πυροδοτούν την έμπνευση.

Η παραπάνω θέση είναι αντιπροσωπευτική της διαλογικής σχέσης του Χρήστου με την Αθήνα, μια πόλη που εμφανώς έχει παίξει ρόλο στη ζωή και έχει ήδη αποτυπωθεί στο έργο του. Και η σχέση του με τα καφέ της πόλης; “Ξεκινά από τα φοιτητικά χρόνια, όπου μαζευόμασταν παρέες για να διαβάσουμε στα καφέ, και φτάνει μέχρι το σήμερα, όπου ένα καφέ μπορεί να αποτελέσει έναν πολύ όμορφο χώρο δημιουργίας, αλλά και χώρο συνάντησης- όχι μόνο με φίλους, αλλά και με υποψήφιους συνεργάτες. Τα καφέ στεγάζουν συζητήσεις που μπορεί να ανακινήσουν το ενδιαφέρον σου για κάτι, ή να ομορφύνουν την καθημερινότητά- ειδικά τις μέρες που, λόγω κορονοϊού, τα καφέ είχαν μετατραπεί σε σημεία συνάντησης και κύριας εξόδου για πολλούς από εμάς”.

“Προσωπικά, έχω δουλέψει πολύ σε καφέ: από δουλειά που αφορά το πτυχίο μου- σχέδια δηλαδή- αλλά κυρίως δουλειά που αφορά τα βιβλία μου: γράψιμο και μελέτη. Έχω πάρα πολλές εικόνες και παραστάσεις από τα αποσπάσματα των βιβλίων που έχω δουλέψει στα αντίστοιχα καφέ. Θυμάμαι πάντα ξεχωριστά κάποιο κομμάτι που το είχα δουλέψει, ας πούμε , σε κάποιον ιδιαίτερο χώρο. Όπως συμβαίνει και με το διάβασμα: αποκτά άλλο χαρακτήρα, άλλη επίγευση η εμπειρία αν τη βιώσεις καθισμένος στο σαλόνι του σπιτιού σου, και άλλη αν η ανάγνωση γίνει στον καναπέ ενός καφέ, με ωραία μουσική και ζεστή ατμόσφαιρα. Είναι ένας χώρος- κρίκος στην αλυσίδα που συνδέει έναν άνθρωπο, ανεξαρτήτως ηλικίας, με την πόλη”.

Φωτογραφία © λ3 by Γιάννης Παρασκευάς

Η πορεία της σκέψης του μου γεννά την εικόνα ενός χάρτη που απεικονίζει ένα πέλαγος: το αρχιπέλαγος των καφέ. Κάθε αγαπημένο μαγαζί και ένα διαφορετικό νησί, κι εμείς σαν πλεούμενα να πιάνουμε για λίγο στεριά στο αντίστοιχο “λιμάνι”. Να αφήνουμε ή να φορτώνουμε όσα χωράει το αμπάρι του σκαριού μας, και να συνεχίζουμε. Τι χαρακτηρίζει, λοιπόν, ένα τέτοιο “νησί” ώστε να γίνει στέκι για τον Χρήστο; “Το καλό μενού! Γιατί πρέπει να είναι ικανός και να σε εκπλήξει, να σου προσφέρει νέες γευστικές εμπειρίες, αλλά και να σε κάνει να επιστρέψεις για να γευτείς κάτι αγαπημένο. Επίσης, το μενού φανερώνει, κατά κάποιον τρόπο, την ταυτότητα του μαγαζιού: το επιμελημένο μενού, που φανερώνει μεράκι και αισθητική άποψη, γίνεται μέρος της γοητείας του καφέ. Ομοίως και οι αισθητικές επιλογές που αφορούν τη διακόσμηση: μικρές λεπτομέρειες, όπως ένας αγαπημένος πίνακας, είναι ικανές να σε κάνουν να νιώθεις οικεία σε ένα μέρος από την πρώτη στιγμή”.

Ο Χρήστος ανήκει στους ανθρώπους που, συνεχίζοντας πάντα την εξερεύνηση της πόλης, αναζητούν εκείνα τα μέρη που ξεχωρίσουν και θα γίνουν “δικά τους”, μέρος του προσωπικού χάρτη τους: ασφαλή καταφύγια στο τέλος μιας δύσκολης μέρας, χώροι γιορτής όταν η περίσταση το καλεί. “Ο καφές για μένα δεν είναι όμως μόνο “το έξω”. Είναι μια τελετουργία όταν ξυπνάω, για να εγκλιματιστώ στην καινούργια μέρα. Είναι το σήμα εκκίνησης για τον οργανισμό μου. Είναι μια συντροφιά στην ανάγνωση ή στην οποιαδήποτε εργασία. Είναι ένας τρόπος πλησιάσματος, ένα σημείο επαφής με τον άλλον. Είναι μια προσμονή: πολλές φορές, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, εκεί που το μυαλό είναι ευάλωτο στις αισθήσεις και στη φαντασία, με πιάνω να ονειρεύομαι τον πρωινό καφέ: τη στιγμή που θα ζεσταίνεται, την πρώτη γουλιά”.

Ο Χρήστος δεν έπινε πάντα καφέ. Κάποτε τον αντιμετώπιζε ως “εργαλείο”, ως απάντηση σε μια έκτακτη ανάγκη, αυτή της αγρύπνιας για να ολοκληρώσει μια εργασία. Τον έκανε η γραφή να αναθεωρήσει; Είναι ο καφές και τα καφέ “αγιοποιημένα”, αναγόμενα στη σφαίρα του φαντασιακού, στο σύμπαν της Τέχνης;

“Η τέχνη δεν μπορεί να παραλλάξει τον χαρακτήρα ή τα χαρακτηριστικά. Να τα διογκώσει, ναι, να τα τους προσδώσει άλλες διαστάσεις, κάποια αίγλη ίσως. Το μόνο που μπορούμε να χρεώσουμε στην Τέχνη είναι η δύναμή της να δημιουργεί ιστορίες πιο απτές, και εμφατικά συναρπαστικές, οι οποίες αναδεικνύουν, υπερτονίζουν αυτά τα ιδιαίτερα χρώματα του πραγματικού- που στον πολύ κόσμο γίνονται ευκολότερα αντιληπτά μέσω μιας ιστορίας”.

“Αν διάλεγες έναν ήρωα: υπαρκτό ή ακόμα αγέννητο (στην περίπτωσή μας, άγραφο!), δικού σου βιβλίου ή άλλου, αγαπημένου συγγραφέα, και τον έκανες καφέ… τι καφές θα ήταν;”. 

“Θα ήταν μια πολύ μεγάλη κούπα με ζεστό γαλλικό καφέ, για να έχει διάρκεια, ένταση, και να αχνίζει για πάρα πολλή ώρα. Γιατί οι ήρωές μου χαρακτηρίζονται από βαθιά εσωτερική ένταση, και μια “θερμοκρασία” που τους προσδίδει αναταραχή”. Και ποιος είναι ο συγγραφέας που κερνάει τέτοιες κούπες ζεστού, γαλλικού καφέ τον Χρήστο μέσα από τις σελίδες του; “Περισσότερο κλασσικοί συγγραφείς το κάνουν αυτό. Ένας Balzac, ένας Hemingway. Ίσως γιατί μου φέρνουν στο μυαλό μεγάλα βιβλία, με λίγο στριφνή πρόζα: βιβλία που σίγουρα χρειάζεσαι καφέ- μη σου πω και με λίγο κονιακάκι μέσα- για να τα τελειώσεις”.

Κάπου εδώ, έρχεται η ώρα για το, αλά “Faces in Coffee Places” ξόρκι του καφέ: “Πάμε να παίξουμε ένα παιχνίδι. Ο καφές έχει κάποιες “εκφάνσεις”, αν μπορώ να το πώ έτσι: έχει ένταση, έχει θερμοκρασία, έχει γεύση, έχει άρωμα και έχει και σκεύος– το “σώμα” μέσα στο οποίο σου προσφέρεται. Για κάθε μία από αυτές τις λέξεις, θέλω να κλείσεις τα μάτια και να μου δώσεις όποια σκέψη, εικόνα, ανάμνηση αναδυθεί στο μυαλό. Έτοιμος;”

Τι “ξύπνησαν”, λοιπον, στον Χρήστο Αρμάντο Γκέζο οι πέντε- κατά Μαρία- εκφάνσεις του καφέ;

Θερμοκρασία: “Παγόβουνο. Κάτι θα έλεγε ένας ψυχαναλυτής γι’ αυτό… Πάμε παρακάτω!”

Γεύση: “Η γεύση μου φέρνει τη γλώσσα στο μυαλό. Αρκετά εμφανής σύνδεση”.

Σκεύος: “Η λέξη σκεύος, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, είναι αντικείμενο από μόνη της σε έναν βαθμό… οπότε μου φέρνει κάτι σαν ένα παλιό, τσίγκινο ή μαντεμένιο, ταλαιπωρημένο δοχείο. Σ’ ένα χωριό, σ’ ένα τραπέζι, παραπεταμένο, με κάποια λαχανικά ίσως τριγύρω. Ένα σκεύος που μπορείς να το χρησιμοποιήσεις με χίλιους τρόπους- μπορείς να το κάνεις τα πάντα, γιατί αντέχει τη χρήση”.

Άρωμα: “Μου φέρνει λουλούδια κυρίως- λουλούδια και μέλισσες. Στα λουλούδια το άρωμα είναι κάτι το αγνό, μία από τις κύριες ιδιότητες- και είναι και ζήτημα ύπαρξης για τα λουλούδια, αφού, μαζί με το χρώμα, είναι ο τρόπος τους να προσελκύουν τα έντομα”.

Ένταση: “Μου φέρνει στο μυαλό ένα πυρωμένο σίδερο. Με αυτό το πορτοκαλί που ακτινοβολεί, λίγο πριν το βουτήξεις στο παγωμένο νερό για να σκληρύνει και να πάρει την τελική του μορφή. Εκεί, για μια απειροελάχιστη διάσταση του χρόνου, φτάνει στο απόγειο η ένταση. Στη μετάβαση, εκεί είναι η μεγαλύτερη ένταση όπως το σκέφτομαι”.

Φωτογραφία © λ3 by Γιάννης Παρασκευάς

Κάθε ιστορία, πέρα από την πλοκή (που μπορεί να είναι επαναλαμβανόμενη και ξαναειπωμένη, όπως και τα επεισόδια της ζωής των ανθρώπων) ξεχωρίζει, σύμφωνα με τον συγγραφέα με τον οποίο μοιράστηκα τον καφέ- κι εσείς την ανάγνωση- “για τον χαρακτήρα και τη θερμοκρασία που της δίνεις. Κι αυτός ο χαρακτήρας εξαρτάται από το πώς είσαι εσύ ο ίδιος, κάθε φορά που γράφεις. Αυτό που είσαι, ο εαυτός που φέρεις σε κάθε ηλικία, σε κάθε περίοδο, θα βγει στην ιστορία. Κι έτσι, κάθε ιστορία έχει άλλη ένταση, άλλη εσωτερική δύναμη, άλλο ρυθμό. Υπάρχει ο κατάλληλος καιρός για να πεις κάθε ιστορία. Κάθε ιστορία έρχεται και σε βρίσκει για να ειπωθεί σε μια συγκεκριμένη φάση της ζωής σου”. 

Σκέφτομαι πως αυτό είναι αλήθεια. Κι όχι μόνο για τις ιστορίες που γράφουν οι συγγραφείς. Αλλά και για τις ιστορίες που γράφουμε όλοι μας, καθημερινά. Οι περισσότερες δε θα γίνουν ποτέ βιβλία. Αλλά θα γίνουν όλα όσα θυμόμαστε- κι όλα όσα θα χρειάζεται να μας θυμίζουν οι άλλοι. Κάθε μία από αυτές, θα μιλάει για έναν άλλο καιρό, για έναν άλλο ρυθμό, για έναν άλλο εαυτό. Διαφορετικές και ίδιες, θα εξιστορούν πάντα την ίδια, γεμάτη άρωμα, ένταση, γεύση, εμπειρία που λέμε “ζωή”. Μια εμπειρία που, όσο περισσότερο τη μοιραζόμαστε, τόσες περισσότερες συγκινήσεις μας χαρίζει. Γιατί, όπως είπε και ο Χρήστος “Τελικά, αυτή είναι η μεγαλύτερη περιπέτεια: οι άνθρωποι που θα γνωρίσεις και το απρόσμενο, το απροσδόκητο, το καινούργιο που θα σου προσφέρουν. Από αυτή την άποψη, οι άνθρωποι είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο της Αθήνας”.

 

*IT IS FORBIDDEN TO REPUBLISH, USE PHOTOGRAPHIC MATERIAL AND ANYTHING ELSE WITHOUT THE CONSENT OF THE AUTHOR.

Κείμενο © λ3 by Maria Kantani

Φωτογραφία © λ3 by Christos Tzoutis & Giannis Paraskevas

#lovenlivelife

Contact Us
Subscribe to Newsletter

Shopping cart0
Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι!
Συνέχεια Αγορών
0