Faces in Coffee Places – Κεφάλαιο 1: Όταν η Πέννυ έστρωσε το σεμεδάκι

Δεν είναι όλες οι στιγμές όμορφες. Δεν είναι όλες οι μέρες ηλιόλουστες. Δεν είναι όλες οι αποφάσεις εύκολες. Ούτε όλες οι μάχες κερδισμένες. Δεν είναι όλοι οι εφιάλτες σύντομοι, ούτε όλες οι απουσίες πρόσκαιρες. Όσοι, γνωρίζοντας αυτά (συχνά από πρώτο χέρι), συνεχίζουν να πορεύονται με το χαμόγελο στα χείλη και τη ζεστασιά του ήλιου στα μάτια, είναι άνθρωποι ξεχωριστοί. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που το βήμα τους πατά γερά στη γη, που κουβαλούν τη μνήμη κάθε αγώνα που έχουν δώσει παραμένοντας ανάλαφροι σαν τα πουλιά, σ’ ετοιμότητα για πτήση.

Η Πέννυ Μπαλτατζή είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Το ποδαρικό του “Faces in Coffee Places” το κάνει δικαίως εκείνη- γιατί η ικανότητά της να χωράει σε μια κουβέντα το γέλιο, το δάκρυ, το χάδι και να επιμηκύνει τη στιγμή είναι εφάμιλλη με αυτή… μιας κούπας καφέ. Τη μέρα που συναντηθήκαμε, ο ήλιος έλαμπε. Αδράξαμε την ευκαιρία για να περπατήσουμε προς το αγαπημένο καφέ της γειτονιάς της, Το Σεμεδάκι– το μόνο μέρος που μπορεί να παινεύεται ότι την έχει κάνει “θαμώνα”- αφού, ενώ λατρεύει τον καφέ, δεν έχει απαραίτητα συνδέσει την απόλαυσή του με την πολύωρη παραμονή σε κάποιο μαγαζί. 

Μια συζήτηση είναι μια βόλτα- ένας περίπατος, μια ξενάγηση στον προσωπικό χώρο του συνομιλητή. Μια μοναδική ευκαιρία να δεις τον κόσμο μέσα από ένα ζευγάρι μάτια που κάποιος μοιράζεται ευχαρίστως μαζί σου. Τι βλέπει κανείς μέσα από τα μάτια της Πέννυς Μπαλτατζή; 

“Αν ο καφές μεταφραζόταν σε μουσική… θα ήταν έθνικ”. Faces in coffee places είπαμε- δε μπορώ παρά να ξεκινήσω να ξετυλίγω το κουβάρι όσων κράτησα ως θησαύρισμα από αυτή τη συνομιλία από τα του καφέ. Ελληνικός, τούρκικος, αραβικός- ο καφές ενώνει. Θα μπορούσε να είναι μια πεντατονική κλίμακα, λέει η Πέννυ- γιατί, μια πεντατονική κλίμακα, όταν την παίζεις, μπορείς να επικοινωνήσεις με όλον τον κόσμο: από την Ήπειρο, ως την Ασία και την Αμερική. “Ο καφές, όπως και η μουσική, ενώνει”. 

Τι βρίσκει κρυμμένο σε μια κούπα καφέ η Πέννυ; Θαλπωρή, αυτοσυγκέντρωση, έναν μικρό “διαλογισμό”, χαλάρωση- ένα τρυφερό πλαίσιο ικανό να περιφρουρήσει τη μοναχικότητα με την έννοια του “τίποτα”- μια εφήμερη προσφορά στον εαυτό: καφές και στροφή προς τα μέσα. Μια παύση. “Και η παύση είναι μια ολόκληρη διαδικασία- κι ας την αντιμετωπίζουμε συχνά ως απουσία δράσης. Ακόμα και στη μουσική, η παύση είναι μελωδία: δεν είναι το τέλος, το έργο συνεχίζεται. Χρειάζεται αυτή η “εισπνοή” ώστε η μουσική πράξη- και κάθε πράξη- να εκπνεύσει και το ταξίδι να συνεχίσει. Κι αν το σκεφτείς, είναι φοβερό- πόσο το να πάρουμε μια παύση, να σταθούμε ακίνητοι, ισοδυναμεί στο μυαλό μας με το “έχω βαρύνει, έχω πέσει, πρέπει να σηκωθώ, να συνεχίσω”!” προσθέτει.

Φωτογραφία © λ3 by Γιάννης Παρασκευάς

Ο τρόπος που η Πέννυ συζητά είναι ενδεικτικός του πόσο άμεση και εσωτερικευμένη είναι στην ίδια η σύζευξη της ζωής με τη μουσική- αλλά και με ό,τι ευρύτερα αποτελεί τέχνη,. Και φτάνοντας στο “Σεμεδάκι” (όπου, αντίθετα με όσα φανταζόμουν, δεν είχε στρωμένα σεμεδάκια) μου εξομολογείται ότι και η ίδια πλέκει, και κεντάει- μια ενασχόληση που μέσα της βαθιά αγγίζει ένα κομμάτι παρελθόν- τη σύνδεση με τη γιαγιά της- κι ένα κομμάτι μέλλον, αφού η αυτοσυγκέντρωση που της χαρίζει της επιτρέπει να κάνει σχέδια για όσα θα έρθουν: να οργανώνει και να συνδυάζει τη θέληση με την έμπνευση για να αποφασίζει προς τα πού θα κινηθεί κάθε επόμενο καλλιτεχνικό βήμα. “Το πλεκτό, όμως, κουβαλάει πολλά ανείπωτα πράγματα. Το σεμεδάκι κουβαλάει πολύ πόνο.” λέει- και με εντυπωσιάζει με την ικανότητά της να βάζει τον εαυτό της στο μικροσκόπιο και, ταυτόχρονα, να μη χάνει ποτέ από το βλέμμα της το κοινωνικό, το ευρύτερο- αυτό που συνέβαινε, ή συμβαίνει, δίπλα. “Εκεί όλες οι γυναίκες άφηναν όσα λόγω εποχής, συντηρητισμού, ταμπού κουβαλούσαν στους ώμους τους, να μετουσιωθούν σε μέτρημα. Κάθε βελονιά είναι και μια σκέψη, κάθε κομπάκι και μια προσευχή, αν θες. Ένας αέναος διαλογισμός, μια δικαιολογημένη, επιτέλους, απόσυρση από τη διαρκή ετοιμότητα- μια καταξιωμένη στα μάτια του κόσμου απόσπαση από το περιβάλλον με την επίφαση της “προκοπής”. Μια πολύ σπουδαία τέχνη, ικανή να απορροφά τις αγωνίες, τον πόνο- ικανή να επιτρέπει στα χέρια σου να κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα στον περιορισμό της ακινησίας”.

Ακουώ την Πέννυ και στον νου μου έρχονται όλα τα παραδοσιακά και λαϊκά παραμύθια με ηρωΐδα τη βασιλοπούλα, την κόρη του μυλωνά- την όποια κοπέλα- που κέρδιζε με τα εργόχειρα και τα κεντήματά της τη φήμη- την τόσο άπιαστη σε οποιοδήποτε άλλο πεδίο δράσης- ή την καρδιά του βασιλιά. Και σκέφτομαι πόσο ωραιοποιημένες φτάνουν ως εμάς εποχές σκληρές, που τα υλικά τους κατάλοιπα- φλοκάτες, υφαντά, μάλλινα- σήμαιναν ώρες και ώρες δουλειάς. Καταπόνηση για το σώμα: όχι μόνο να τα δημιουργήσεις, αλλά και να τα πλύνεις, να τα χτυπήσεις, να τα στεγνώσεις στον ήλιο. Σήμαιναν όμως και ένα μεράκι, μια ικανοποίηση απορρέουσα εκ του κόπου- και δη του χειρωνακτικού. Κάτι που απωλέσαμε, και θεωρήσαμε την απώλεια πρόοδο, μέχρι που βρεθήκαμε να ανακαλύπτουμε εκ νέου ό,τι έχει να κάνει με τα χέρια μας: την κεραμική, το πλέξιμο, τη χειροτεχνία. Να ανακαλύπτουμε ξανά ως ανάγκη τις διαδικασίες κατάκτησης ενός στόχου, βήμα το βήμα. “Γι’ αυτό αγαπάω τόσο την αναρρίχηση” μου λέει η Πένυ. “Γιατί κίνηση την κίνηση, βήμα το βήμα, προχωράς και πλησιάζεις τον στόχο. Ανεβαίνεις, διανύεις, προχωράς.”

Μου εξηγεί ότι προτιμά τους κοντινούς στόχους, “που θα δουλέψουν μακροπρόθεσμα”. Τα σχέδιά της συνήθως γίνονται σε βάθος τριμήνου. Αναπόφευκτα, η κουβέντα μας προσεγγίζει το θέμα της αλλαγής που επέφερε η πανδημία στη σχέση μας με τον χρόνο. Πόσο κράτησαν οι μήνες της καραντίνας; Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που στέλναμε μήνυμα για να βγούμε να πάρουμε έναν καφέ; Πόσος καιρός θα περάσει μέχρι να ξεχάσουμε- ή, έστω, να σταματήσουμε να φοβόμαστε; Πόσο θα μείνουν μαζί μας συνήθειες που μας βοήθησαν να διατηρήσουμε σώας τας φρένας, όπως το “παίρνω έναν καφέ στο χέρι και περπατάω”;

 “Η περίοδος της καραντίνας με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο σημαντικό είναι το έργο του καφέ και το πόση σημασία έχει αυτό που ένα καφέ μπορεί να κάνει. Πόσο σημαντικό είναι να περάσεις, να πεις μια κουβέντα, να ψαρέψεις ένα χαμόγελο μαζί με το καφεδάκι που θα πάρεις μαζί σου φεύγοντας. Όποιος δουλεύει σε ένα καφέ, επιτελεί μια πράξη φροντίδας: φτιάχνει κάτι που αλλάζει χέρια- και μαζί, αλλάζει τη διάθεση και την ενέργεια αυτού που θα απολαύσει το αποτέλεσμα της εργασίας του”.

Φωτογραφία © λ3 by Γιάννης Παρασκευάς

Τι καφέ πίνει η Πέννυ Μπαλτατζή; Ζεστό καφέ, χειμώνα καλοκαίρι. “Για ζεστή καρδιά όλες τις εποχές;” την πειράζω εγώ και γελάει με αυτό το χαρακτηριστικό, γεμάτο γέλιο της. Καφέ με… διάρκεια: αμερικάνο, φίλτρου ή καπουτσίνο, για να κρατήσει η απόλαυση, η ζεστασιά του ροφήματος λίγο περισσότερο. Δεύτερο καφέ, αλλά σπανίως τρίτο. 

Μια γουλιά ακόμα, μια ανάσα, μια παύση- και φύγαμε να παίξουμε το παιχνίδι της στήλης: ένα παιχνίδι που εφευρέθηκε ειδικά για το Faces in Coffee Places, ένα παιχνίδι φτιαγμένο για δύο λόγους. Πρώτον: για να διατηρήσουμε μια συνοχή καθότι, κυρίες και κύριοι, η στήλη αυτή φιλοδοξεί να σας συστήσει διαφορετικά πρόσωπα και να σας βάλει να μοιραστείτε τον καφέ σας με μια ακολουθία ανθρώπων χωρίς καμία λογική σειρά. Δεύτερον: για να διατηρήσουμε μια επίφαση “συνέντευξης” και ένα ίχνος ισοτιμίας απέναντι στους ευγενικούς ανθρώπους που μας παραχωρούν τον χρόνο τους. Έτσι όλοι, μα όλοι, θα μοιράζονται την κοινή και αδέκαστη εμπειρία πέντε πανομοιότυπων ερωτήσεων.

Και έτσι η Πέννυ είναι η πρώτη που με ακούει να λέω, σαν σε άλλη πρόβα τζενεράλε, τα λόγια από το νεοεφευρεθέν και αυτοσχέδιο αυτό ξόρκι του καφέ: “ήρθε η ώρα να παίξουμε ένα παιχνίδι. Ο καφές έχει κάποιες “εκφάνσεις”, αν μπορώ να το πώ έτσι: έχει ένταση, έχει θερμοκρασία, έχει γεύση, έχει άρωμα και έχει και σκεύος– το “σώμα” μέσα στο οποίο σου προσφέρεται. Για κάθε μία από αυτές τις λέξεις, θέλω να κλείσεις τα μάτια και να μου δώσεις όποια σκέψη, εικόνα, ανάμνηση αναδυθεί στο μυαλό. Έτοιμη;”

Τι “ξύπνησαν”, λοιπόν, στην Πέννυ Μπαλτατζή οι πέντε- κατά Μαρία- εκφάνσεις του καφέ;

Άρωμα: “Μαρόκο: βόλτα στο Μαρακές, βράδυ, τσίκνα, κανέλα, αστεροειδής γλυκάνισος, ψάρια, παζάρι… Δε θα το ξεχάσω ποτέ αυτό το ταξίδι- ήταν όλα τόσο έντονα! Ποτέ δε θα ξεχάσω, επίσης, τον τρόπο που σέρβιραν το τσάι: όσο πιο ψηλά, τόσο πιο μεγάλος ο σεβασμός. Μαύρο τσάι περγαμόντο- πεθαίνω για περγαμόντο! Άργησα λίγο να τα εκτιμήσω τα εσπεριδοειδή, αλλά πια τα λατρεύω, όσο τίποτα”.

Σκεύος: “Εμαγιέ… ω γιε ω γιε ω γιε ω γιε… σ’ ένα άδειο πιάτο εμαγιέ… θα φάω τη σούπα μου βρε χρόνε, κυνηγέ…” μου τραγουδάει με αυτή τη βελούδινη φωνή της- και είναι ίσως η μόνη στιγμή που λυπάμαι λίγο, γιατί ξέρω ότι όταν θα γράψω για αυτή τη συνάντηση, εδώ θα μπει ένα “τι κρίμα που δεν ήσασταν εκεί!” και οι λέξεις μου θα μου φαίνονται βουβές. “Το λατρεύω το εμαγιέ” δηλώνει η Πέννυ και ξεχνάω τη στεναχώρια μου “ ακόμα θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου ζεσταίνει, πάνω στο μάτι της κουζίνας, το φαγητό μου μέσα στο ίδιο το πιάτο το εμαγιέ. Είναι από τις πιο γλυκές μου αναμνήσεις με τη γιαγιούλα μου” καταλήγει και σκέφτομαι ότι το εμαγιέ αυτό νικάει, όντως τον χρόνο.

Γεύση: “Λοιπόν… Θα σου πω για το πρώτο φιλί που έδωσα με τον Χρήστο, που είχε γεύση υποβρύχιο βανίλια. Ήθελε να με κεράσει και λικέρ αρμπαρόριζα που είχε φτιάξει, αλλά εγώ δεν ήθελα να πιω εκείνη την ώρα! Ήταν πολύ γλυκό… πολύ γλυκό. Το υποβρύχιο βανίλια υπήρχε πάντα στο σπίτι της γιαγιάς σαν κέρασμα, κι εγώ πήγαινα πάντα και έκλεβα, οπότε ήταν πολύ οικεία για μένα η γεύση αυτή. Για μένα εκείνη η στιγμή του φιλιού, επειδή συνδέθηκε με κάτι που υπήρχε σαν ανάμνηση, έγραψε μέσα μου πολύ δυνατά!”.

Θερμοκρασία: “Τον Σεπτέμβρη πήγαμε στον Όλυμπο. Το Lamda3 είχε οργανώσει μια πρώτη εξόρμηση μια εβδομάδα πριν την ανάβαση στην οποία συμμετείχα και εγώ, και τότε ο καιρός ήταν εξαιρετικός. Όταν ανεβήκαμε όμως εμείς… αυτό που βίωσα δε θα το πω “αίμα, δάκρυα και ιδρώτας”, αλλά πραγματικά έκανα να επανέλθω σε κανονική θερμοκρασία πάρα πολλές ώρες! Πάγωσα, κρύωσα πάρα πολύ. Θυμάμαι την πάχνη, την ομίχλη και την υγρασία να ανεβαίνουν μαζί μας, και στη συνέχεια να “βουτάμε” μέσα τους κυριολεκτικά για να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Όμως, αυτή την αίσθηση που είχα, αυτή την πληρότητα- παρά το κρύο- αυτή την εμπειρία δύναμης, ότι έχω κατακτήσει τα πάντα, την κουβάλαγα μέσα μου για πάνω από μια εβδομάδα. Μετά τη γέννα του Κάρολου, μετά από δυο χρόνια αβεβαιότητας, μέσα από το τρέμουλο και το κρύο, γεννήθηκε η βεβαιότητα της επόμενης μέρας, αναδύθηκε η ευγνωμοσύνη για όσα έχω καταφέρει: για το ζεστό μου σπίτι, ζεστό από αγάπη, για όσα έχω καταφέρει να κερδίσω, να δημιουργήσω και να μοιράζομαι”.

Ένταση: “Ένταση… Μπορώ να σου πω πολλά πράγματα, αλλά αυτό που πρώτο μου έρχεται- το σκέφτηκα την ώρα που έλεγες για την ένταση της σκέψης- θυμήθηκα πώς ούρλιαζε το μυαλό μου την ώρα που έμαθα πως πέθανε ο αδερφός μου. Αυτό που συνέβη μέσα στον εγκέφαλό μου δεν το ‘χω ξαναβιώσει. Δεν το ΄χω ξαναβιώσει ούτε με τον μεγαλύτερο έρωτα, ούτε με τη μεγαλύτερη αγωνία- νομίζω ήταν το μεγαλύτερο πράγμα που μπορούσε να χωρέσει στο κεφάλι μου, η μεγαλύτερη έκρηξη. Δε χώραγε πουθενά: δε χώραγε ούτε στο σώμα μου, ούτε στο κεφάλι μου, ούτε στον χρόνο μέσα. ‘Ενιωθα ότι έχει τόση ένταση το κεφάλι μου, που τα δύο δευτερόλεπτα, ή τα δύο λεπτά, ήτανε τρεις ώρες. Μέσα σε δύο λεπτά, είχα κάνει τόσες σκέψεις- που δε μπορείς να πιστέψεις ότι μπορεί να κάνεις, μέσα σε δυο λεπτά, τόσες σκέψεις, με τόση ένταση και με τόση ακρίβεια, περιγραφική, μες στο κεφάλι σου- να τα βλέπεις όλα να γεννιούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα σαν εικόνες. Ευτυχώς, ακόμα και τώρα δεν μπορώ να επαναφέρω αυτή την ένταση, αυτή τη σκέψη. Είναι κάτι που δε χωράει, δεν περιγράφεται, δεν προσομοιάζεται. Με κανέναν τρόπο. Για μένα, ήταν σαν να χάθηκα για πάντα- κι από τότε να γεννήθηκε ένας άλλος άνθρωπος”.

Η Πέννυ- με ή χωρίς καφέ- είναι γενναία. Όπως κάθε άνθρωπος που αναγνωρίζει σχισμές ικανές να προσφέρουν θέαση σε κομμάτια του εαυτού τα οποία πριν αγνοούσε. Όπως κάθε άνθρωπος που αποδέχεται αυτές τις σχισμές, με όλο το φως και το σκοτάδι που φανερώνουν, εξακολουθώντας να πιστεύει πως- όπως λέει και η Πέννυ- “συμβαίνουν και πράγματα μαγικά, όχι μόνο άσχημα. Και όσο σκάβεις μέσα σου, όσο αφήνεσαι να θυμάσαι, όσο επιμένεις να αισθάνεσαι και όχι μόνο να υπάρχεις, δε σε τρομάζει το να φοβάσαι. Και οι φόβοι, και οι αναμνήσεις, και τα σκοτάδια δικά μας είναι. Κατοικούν στο ίδιο μέρος όπου γεννιούνται όλα τα όμορφα πράγματα: το φως, τα χρώματα, το συναίσθημα, η μουσική… τα λόγια από καρδιάς. Όσα είναι κομμάτι της ουσιαστικής μας ύπαρξης ”. 

Με δυο φλιτζάνια καφέ, και χρόνο, φτιάξαμε με την Πέννυ μια ιστορία. Το επιμύθιο; Είναι σημαντικό να μιλάς- κυρίως άρρυθμα. Να φεύγεις από τον ειρμό της λογικής, και να κατεβαίνεις μέχρι την καρδιά. Να είσαι γενναίος.

* It is forbidden to republish, use photographic material and anything else without the consent of the author.
Κείμενο & Επιμέλεια © λ3 by Μαρία Καντάνη
Φωτογραφία © λ3 by Γιάννης Παρασκευάς
#lovenlivelife
Contact Us
Subscribe to Newsletter

Shopping cart0
Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι!
Συνέχεια Αγορών
0