Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας ευτυχίας
Πώς βάζουμε τίτλο σε ένα κείμενο; Να είναι σύντομος, εύστοχος, περιεκτικός λέει ο κανόνας, αλλά στην περίπτωση αυτή τίποτα σύντομο δεν θα ήταν ούτε εύστοχο ούτε περιεκτικό. Γιατί πώς να κλείσεις σε έναν τίτλο ένα τριήμερο εμπειριών και αισθήσεων;
Αλλά για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, θα πω ότι καιρό παρακολουθούσα το lamda3 να διοργανώνει εκδρομές στα ελληνικά βουνά, να ανεβάζει φωτογραφίες και να αρθρογραφεί γι’ αυτές- κι ως άνθρωπος της θάλασσας, ήθελα και δεν ήθελα να τους ακολουθήσω. Μάλλον πιο πολύ δεν ήθελα, κι εκείνοι ξυπνούσαν το θέλω μου. Συνήθως όταν κινείσαι στο μεταίχμιο αυτό κάποια στιγμή έρχεται το πλήρωμα του χρόνου να δοκιμάσεις. Η Δρακόλιμνη της Τύμφης υπήρξε χρόνιο απωθημένο, από τότε που στάθηκα πρώτη φορά στο πλάι εκείνης της πινακίδα στο Μικρό Πάπιγκο, στην αρχή του μονοπατιού, που σχεδόν κοροϊδευτικά καταγράφει ώρες πεζοπορίας. Σαν να μου έβγαζε τη γλώσσα και να μου έλεγε: «μπορείς;».
Απάντησα, ναι, χρόνια μετά. Καλό είναι να μην έχουμε απωθημένα, τα ξέρετε αυτά. Το βανάκι με παρέλαβε από τη γέφυρα του Ρίου, και με το που μπήκα, με έκανε να χαμογελάσω από έξω κι από μέσα η καλή ενέργεια των έξι συνταξιδιωτών. Θα έχετε δει το “my vibe attracts my tribe” σαν πιασάρικο caption στο insta, ε, αυτό ακριβώς! Λίγες ώρες χαλαρής κουβέντας, από αυτές που κάνεις με ενδιαφέροντες αγνώστους και μικρές στάσεις ξεμουδιάσματος μέχρι την Αρίστη.
Κι εκεί αρχίζει η μαγεία του βουνού. Γύρω η ομοιόμορφη ηπειρώτικη αρχιτεκτονική να σου χαλαρώνει το βλέμμα, από πάνω σου να θροΐζουν τα πλατάνια στην κεντρική πλατεία και στον ορίζοντα να δεσπόζει η Τύμφη. Αυτό δεν είναι τοπίο, είναι ζωγραφική σύνθεση. Είναι η ζητούμενη αρμονία της φύσης με τον άνθρωπο. Την είχαν βρει σε τούτα τα ηπειρωτικά βουνά. Τι στο καλό κάναμε στις πόλεις μας, χάνεται σε μακρές κοινωνικοοικονομικές αναλύσεις κι εγώ εκείνη την ώρα ρουφούσα με τις αισθήσεις μου. Βουνίσιο αέρα, ήχους πουλιών και ελληνικό καφέ (εντάξει και μπίρες, αλλά δεν είναι του παρόντος).
Στην Αρίστη η παρέα μεγάλωσε με συνταξιδιώτες από την Αθήνα και ολοκληρώθηκε στη γέφυρα του Βοϊδομάτη με τους τελευταίους από τη Θεσσαλονίκη. Κι ήμασταν έτοιμοι για rafting. Προσπαθώ να κατανοήσω αν ο αναγνώστης αυτού του κειμένου προσλαμβάνει την παρεΐστικη διάθεση, τη χαλαρότητα, την απουσία πιεστικού χρονοδιαγράμματος που είχαν αυτές οι μεταβάσεις. Κι επειδή δεν ξέρω αν η γραφή μου το καταφέρνει αβίαστα, θα το επισημάνω ειδικά. Όλα συνέβαιναν σαν μια παρέα κολλητών να έκανε ένα ταξίδι ανακάλυψης. Σαν όλα να είχαν προγραμματιστεί τέλεια αλλά με στόχο να αγαπήσεις αυτό που κάνεις. Όχι να το καταναλώσεις.
Το ράφτινγκ στο Βοϊδομάτη, μικρής δυσκολίας, αδιανόητης ομορφιάς. Ένα επιβλητικό, κρυστάλλινο ποτάμι, που διαρρέει χιλιόμετρα εθνικού δρυμού. Ενώνω τις χούφτες μου, παίρνουν εκείνο το κυρτό σχήμα που είχα μάλλον να δω από παιδί και πίνω νερό από το ποτάμι. Έτσι απλά. Να πίνεις καθάριο νερό από το ποτάμι. Αν είμαστε στιγμές, αυτή ήταν μια στιγμή σύνδεσης με το γίγνεσθαι.
Στο Μικρό Πάπιγκο καθόμαστε όλοι σε ένα μακρύ μοναστηριακό τραπέζι για φαγητό. Η θέα δεν περιγράφεται με λόγια. Το φαγητό πεντανόστιμο, το κρασί ντόπια ποικιλία με αφρίζουσα διάθεση και μέχρι πρότινος άγνωστοι άνθρωποι να μοιράζονται. Σας το λέει κάποια που θεωρεί το ρομαντισμό μάστιγα. Η στιγμή ήταν ρομαντική, πιστέψτε με. Στα όρια του ρομαντισμού ήταν και το τσιζ κέικ με κατσικίσιο τυρί και μέλι.
Η νύχτα μας βρήκε στον παραδοσιακό ξενώνα, γύρω από ξύλινο τραπέζι, πίνοντας ρακές (όπως αποδείχτηκε οι Κρητικοί συνταξιδιώτες δεν τις αποχωρίζονταν ποτέ), να εξερευνούμε με βλέμμα αχόρταγο το βουνό που την αυγή θα ανεβαίναμε στη ράχη του. Αν ήταν κινηματογραφική σκηνή, η σκηνοθεσία θα ήταν του Παπακαλιάτη. Τελειότητα.
Νωρίς το πρωί ξεκινήσαμε για το Καταφύγιο. Θα ήταν κλειστό, οπότε η πεζοπορία περιελάμβανε και κουβάλημα σκηνής, νερού και αναλώσιμων. Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος, η βοήθεια από τους συνοδούς ομοίως. Δεκάλεπτες στάσεις σε πηγές διέκοπταν την πεζοπορική ανάβαση ως το καταφύγιο. Όσο ανέβαινες τόσο ανυψωνόταν το μέσα σου. Ναι, το σακίδιο ήταν βαρύ και η ανάσα σου πιάνονταν και ίσως να πονούσαν και λίγο τα πόδια σου ή η πλάτη σου αλλά δεν το σκέφτηκα στιγμή. Δεν είχε χρόνο το μυαλό να επεξεργαστεί. Είχες γίνει αισθήσεις. Ατένιζες, μύριζες, ακροαζόσουν, γευόσουν το μεγαλείο την απλότητας της φύσης.
Ορεινοί όγκοι σαν γλυπτά σμιλεμένοι, απομεινάρια χιονιού σε ανήλιαγες πλαγιές, βότανα, πεταλούδες. Κι όταν στον ορίζοντα φάνηκε το καταφύγιο τα πόδια πήραν φτερά. Στήσαμε σε ένα απάγκιο τις σκηνές και συνεχίσαμε για τη Δρακόλιμνη. Δεν ξέρω πώς ήσασταν στη γεωγραφία, εγώ χάλια, οπότε έκανα για πρώτη φορά εικόνα τι σημαίνει αλπικό τοπίο. Χαμηλή βλάστηση ατέλειωτη, σε λόφους μικρούς και μεγαλύτερους, κρινάκια μοβ και υποκίτρινα, άλογα να καλπάζουν, πηγές να κελαρύζουν στο έδαφος και στο τέλος της διαδρομής η Δρακόλιμνη.
Ο μύθος λέει ότι ζούσαν δράκοι στη Δρακόλιμνη της Τύμφης και στη Δρακόλιμνη του Σμόλικα και εκτόξευαν ο ένας στον άλλο γιγάντιες πέτρες. Οι απόγονοί τους είναι, μάλλον τα μικρά δρακόμορφα αμφίβια που αλωνίζουν στα νερά τους. Τα νερά της Δρακόλιμνης σαν καθρέφτες, στη μια ακτή χιόνι που δεν είχε λιώσει κι ας ήταν προχωρημένη άνοιξη.
Ξαπλώσαμε για ώρες στο χορτάρι. Στόχος επετεύχθη! Η επιστροφή στις σκηνές μας φάνηκε γρήγορη και ετοιμαζόμασταν να τις χρησιμοποιήσουμε αλλά ο Θεός του Βουνού είχε άλλη γνώμη. Σε λίγα λεπτά αέρας και βροχή έκαναν μάλλον αδύνατη τη διαμονή στην ύπαιθρο. Κοιμηθήκαμε με τα sleeping bags στρωματσάδα (πόσα χρόνια έχω να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη;) στο πάτωμα του καταφυγίου που μας παραχώρησε ο ιδιοκτήτης μετά από τη σωτήρια παρέμβαση των συνοδών μας. Φορούσα ισοθερμικά, τα ρούχα του snow board, σκουφί, γάντια και είχα κλείσει το φερμουάρ του sleeping bag ως πάνω. Το επόμενο πρωί ο Αντώνης που κοιμόταν δίπλα μου, σχολίασε ότι μάλλον κρύωνα γιατί κουλουριαζόμουν δίπλα του. Κρύο, λέμε. Οι ρακές που οι Κρητικοί δεν αποχωρίστηκαν ούτε εκεί πάνω, δεν βοήθησαν σε αυτό.
Να ξυπνάς στο βουνό. Σε υψόμετρο 2.497 μέτρων με γαλλικό καφέ και τσάι με βότανα που έφτιαξε με τα χεράκια του ο Χρήστος, με ειδική φορητή συσκευή. Η ξέρεις από ορεινή διαβίωση ή δεν ξέρεις τελικά. Ένας απόλυτα διαυγής ουρανός, ο ήλιος να χαράζει τις κορυφογραμμές κι εγώ να κατηφορίζω το μονοπάτι της επιστροφής, βγάζοντας σιγά σιγά τα ρούχα του βραδιού σαν στο παραδοσιακό παραμύθι «ο Ήλιος και ο Βοριάς». Με επιμύθιο, «…σε νικώ στη δύναμη, γιατί εγώ πάω με το καλό…».
Το ταξίδι έκλεισε με κρύα βουτιά αποθεραπείας στο ποτάμι. κρασιά στο πεζούλι μιας εκκλησιάς και αυτοσχέδια γιόγκα. Θέλω να πιστεύω, ότι έγινα αντιληπτή:
Υπάρχουν τουριστικές εκδρομές και υπάρχουν και ταξιδιωτικές εμπειρίες.
Διαλέγετε και παίρνετε.
*It is forbidden to republish/ use photographic material or any part of the article without the author’s consent.
Κείμενο © λ3 by Andreanna Koufou
Φωτογραφία © λ3 by fellow travellers
#lovenlivelife
You may also like
Νικόδημος Νικολακέας, Δρομέας μεγάλων αποστάσεων
"Οι διαδρομές με μεγάλη διάρκεια μου δίνουν χρόνο να σκ