Σιάδι μύγας
σε υψόμετρο 1462 μ. κάτω από την εντυπωσιακή κορυφή της Γκαμήλας και το ύψωμα του Αβάλου.
Στην ορειβατική κοινότητα, στο κεφάλαιο «κατάκτηση κορυφής» υπάρχει πάντα ένας παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου: «το παράθυρο». Δηλαδή η ευκαιρία. Το παράθυρο αφορά τον χρόνο που σου δίνει μια καλή πρόγνωση για να βρεθείς στο σημείο που θέλεις, με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Στα χαμηλότερα υψόμετρα, το παράθυρο αυτό δεν είναι μεν ζωτικής σημασίας όπως στις πιο απαιτητικές αποστολές, παραμένει όμως ένας παράγοντας που επηρεάζει την εμπειρία στη φύση. Ο καλός καιρός μπορεί να μετατρέψει ολόκληρη τη φύση σε καταφύγιο αναψυχής και να σε εφοδιάσει με την ανεμελιά που τόσο σου λείπει, επιτρέποντάς σου να μείνεις όσο θέλεις σε μια κορυφή, αγναντεύοντας κάποιο αγαπημένο τοπίο.
Μια τέτοια καλοσυνάτη διάθεση των καιρικών φαινομένων περιμέναμε καιρό, για να βρεθούμε στο μικρό καλυβάκι για το οποίο φίλοι μάς είχαν μιλήσει με τόσο ενθουσιασμό. «Πότε θα βρεθούμε και εμείς εκεί;» αναρωτιόμασταν. Ώσπου το «παράθυρο» ήρθε, κι εμείς βρεθήκαμε να ανηφορίζουμε τον χάρτη με προορισμό την Κόνιτσα.
Το μονοπάτι για το Σιάδι Μύγας ξεκινάει παραπλεύρως της μονότοξης, πέτρινης γέφυρας της Κόνιτσας που στέκει εκεί από το 1869. Στην Κόνιτσα λειτουργεί και ένα εξαιρετικό κρεοπωλείο, το οποίο δεν παραλείψαμε να επισκεφθούμε προκειμένου να εφοδιαστούμε με τις απαραίτητες προμήθειες για τη διανυκτέρευσή μας στο βουνό. Ο ιδιοκτήτης του μας φίλεψε τσίπουρο. «Πιείτε να ζεσταθείτε λιγάκι, θα είναι βροχερή η μέρα» μας παρότρυνε, σαν να ήθελε να μας ενημερώσει και εν μέρει να μας προετοιμάσει.
Ο φιλόξενος κρεοπώλης δεν έπεσε έξω. Τεσσεράμισι ώρες αργότερα, πεζοπορώντας κάτω από το πέπλο της βροχής που λεπτό δεν έπαψε να καλύπτει τον δρόμο μας, ευλογούσαμε την τύχη μας που μας έστειλε σε δασικό μονοπάτι, και τα δέντρα κρατούσαν το πολύ νερό μακριά μας. Μια πρώτη καλή στάση στη Μονή Παναγίας Στομίου αφιερώθηκε στον ανεφοδιασμό και το γεμισμα των παγουριών μας. Από εκεί και πέρα, μας περίμενε το πιο απαιτητικό, ανηφορικό κομμάτι.
Παρ’ όλη την κόπωση που μας κατέβαλε και το κρύο που δεν άργησε να διαπεράσει τα μουσκεμένα μας ρούχα, το πανέμορφο τοπίο που μας περιέβαλλε δυνάμωνε τη θέληση για τη συνέχιση της πορείας. Ντυμένο με ευωδίες που χαρίζει στο χώμα ο χορός της βροχής και το μυστήριο της ομίχλης, με σύμμαχό του τα φθινοπωρινά χρώματα, μας απορρόφησε αρκετά ώστε να φτάσουμε στο διάσελο του Καλογερικού για να αγγίξουμε, τελικά, το επιβλητικό πλάτωμα του Σιάδι Μύγας.
Και πάνω στην ώρα. Γιατί, σαν να της έδωσε το σύνθημα ο τερματισμός μας, η βροχή έγινε εντονότερη. Έχοντας αφήσει πίσω μας την προστασία των δέντρων, βρεθήκαμε στο έλεός της, αντιμέτωποι με μυριάδες σταγόνες, με αποτέλεσμα να γίνουμε μούσκεμα. Η καλύβα στο Σιάδι δεν βρίσκεται σε εμφανές σημείο. Πρέπει να συνεχίσεις να κινείσαι στο πλατωμα με κατεύθυνση τα λημέρια των Κλεφτών για να τη δεις να ξεπροβάλλει αριστερά σου, βορειοανατολικά, πίσω από τα δέντρα.
Φτάσαμε βρεγμένοι από τη βροχή, γεμάτοι κούραση και ξέχειλοι από εκείνο το μοναδικό συναίσθημα −ένα μίγμα χαράς και ανακούφισης− που αισθάνεται κανείς όταν επιτέλους φτάσει στο (οποιοδήποτε) καταφύγιο. Ο πόθος μας να βρεθούμε σε αυτό το συγκεκριμένο καταφύγιο έκανε την είσοδό μας σωστό πανηγύρι, κι ο νους απόδιωχνε κάθε αρνητική σκέψη. Πρώτο μας μέλημα το να αλλάξουμε τα βρεγμένα μας ρούχα, να προσπαθήσουμε να ανάψουμε φωτιά στη μικρή ξυλόσομπα στην είσοδο της καλύβας, και να ξεκινήσουμε το μαγείρεμα μιας και πεινούσαμε πάρα πολύ. Τα ξύλα στην αρχή μας έκαναν πείσματα, αρνούμενα να πάρουν φωτιά λόγω υγρασίας, αλλά τελικά τα καταφέραμε. Αμέσως περάσαμε στο παρασύνθημα και βάλαμε μπρος να βράσουμε τα μακαρόνια και να τσιγαρίσουμε το λουκάνικο που είχαμε προμηθευτεί από τον κρεοπώλη στην Κόνιτσα.
Όταν ήρθε η ώρα να απολαύσουμε το φαγητό μας, η βροχή είχε πια σωπάσει, παραχωρώντας μας το εξωτερικό παγκάκι με τη θέα προς την κορυφή Γκαμήλα (2.497 μ.) της Τύμφης. Η επιβράβευση των κόπων μας, το γεγονός ότι απολαμβάναμε ένα πιάτο ζεστό φαί στο καλυβάκι που τόσο καιρό ονειρευόμασταν να επισκεφθούμε, μας έκανε να ξεχάσουμε εντελώς ότι… δεν ήμασταν μόνοι. Χωρίς να προβληματιστούμε λοιπόν από την παρουσία του Μίκυ Μάους, του αρχηγού της καλύβας και της ευρύτερης ποντικοοικογένειας, στήσαμε μέσα να κοιμηθούμε. Η αλήθεια είναι πως δεν αντέχαμε να κάνουμε δεύτερες και τρίτες σκέψεις, μιας και η κούραση από το ταξίδι και την πεζοπορία στη βροχή ήταν μεγάλη. Μόνο όταν την επομένη ξυπνήσαμε με το πρώτο φως, αναλογιστήκαμε πόσο τυχεροί υπήρξαμε που η νέα μέρα μας βρήκε χωρίς απώλειες. Ευγνώμονες λοιπόν που δεν μας είχε ζητηθεί κάποιο κομμάτι από τα αυτιά ή την μύτη ως αντίτιμο της χρήσης του χώρου, ανοίξαμε την πόρτα της μικρής μας καλύβας. Η θέα που αντικρύσαμε μας άφησε με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά μας απλωνόταν ένας μοναδικής ομορφιάς πίνακας. Πλαγιές, απότομες κορυφές πασπαλισμένες με χιόνι, γαλανός ουρανός και λιγοστά σύννεφα συνέθεταν το σκηνικό, ενώ η μέρα προμηνυόταν τελείως διαφορετική από την προηγούμενη. Θαρρείς και ο Δημιουργός μας επιβράβευε για τη χθεσινή μας αποφασιστικότητα να φτάσουμε στο Σιάδι παρά τη βροχόπτωση και το κρύο.
 
													Πρωινό καφεδάκι, συμμάζεμα και μετά απόλαυση του τοπίου και ελεύθερος στοχασμός: αυτό το «σημείο μηδέν» που λέμε αλλιώς, καθώς γίνεται ολοένα και πιο οικείος ο διαλογισμός μέσα στη φύση. Πραγματικά, η ηρεμία που δημιουργεί στην ψυχή η θέα γύρω από το Σιάδι, πλαισιωμένη από τους ήχους της Φύσης, δεν μπορεί να συγκριθεί με ο,τιδήποτε άλλο. Η επίστροφή προς τα πίσω (ή, για να είμαστε ακριβείς, προς τα κάτω) έγινε σιγά σιγά, με τον ρυθμό που υπέβαλλαν οι εικόνες γύρω μας – εικόνες τελείως διαφορετικές από εκείνες της ανταριασμένης μας ανάβασης. Ηλιαχτίδες τρύπωναν ανάμεσα στα φυλλώματα, χρώματα λαμπερά μας θάμπωναν κι εμείς, με βήμα ανάλαφρο, πορευόμασταν στο μονοπάτι. Η διαδρομή μας φάνηκε παιχνίδι. Σταθήκαμε στη Μονή Στομίου για να χαζέψουμε το φαράγγι του Αώου. Πιο κάτω, βουτήξαμε τα πόδια μας στο νερό και, πριν αποχαιρετήσουμε το γεφύρι της Κόνιτσας, πήραμε μια τελευταία, βαθιά ανάσα με τα μάτια κλειστά, εστιάζοντας μονάχα στους ήχους: πουλιά, ποτάμι, αγέρας.
Ίσως ο μικρός χρόνος παραμονής μας στο Σιάδι Μύγας να κάνει το εγχείρημά μας να μοιάζει βεβιασμένο. Θα συμφωνήσω πως πήγαμε εκεί χωρίς μεγάλη πολυτέλεια χρόνου. Κι όμως, το απολαύσαμε στο μέγιστο. Ούτως ή άλλως, πόσες ευκαιρίες θα έχεις να κάνεις κάτι τέτοιο; Εμείς αυτές τις ευκαιρίες αναζητούμε, αυτές τις ευκαιρίες κυνηγάμε. Τα καταφύγια, άλλωστε, από τη φύση τους δεν προσφέρονται για μακροχρόνιες παραμονές. Οφείλεις να αφήσεις τον χώρο, αυτό το προστατευτικό κουκούλι που σε σκεπάζει προφυλάσσοντάς σε από τις δυνάμεις της φύσης, διαθέσιμο για τον επόμενο περιπατητή.
*It is forbidden to republish/ use photographic material or any part of the article without the author’s consent.
Κείμενο © λ3 by Christos Tzoutis
Φωτογραφία © λ3 by Giannis Paraskevas
#lovenlivelife
 
		Loose Spokes: A 36-Hour Bikepacking Escape to Mount Ziria
 
		Άνω Χώρα Ορεινής Ναυπακτίας: ένα φθινόπωρο με κάστανα και αρώματα βουνού
 
		Αμοργός: Φθινόπωρο στο νησί του απέραντου γαλάζιου
 
		Oι πρώτες φθινοπωρινές εξορμήσεις σε έξι χωριά της Ελλάδας
 
		Αρχές Βιώσιμης Πεζοπορίας: Ο Οδηγός σου για Σεβασμό στη Φύση
 
		🎞️ COSMOTE TELEKOM ROADSHOW 2025: Το σινεμά ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα
You may also like
Ποιο είναι το ταξίδι που έκανε re define την έννοια της εμπειρικής φιλοξενίας;
🍃Υπάρχουν συναντήσεις που είναι κομβικές και εμπειρί

 
		 
		 
		