Όλυμπος

Άχρονος. Αρσενικός. Επιβλητικός.
Αυτός είναι ο Όλυμπος.

Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα απροετοίμαστη αλλά στη συνέχεια κατάλαβα ότι ήμουν πιο προετοιμασμένη από ποτέ. Η ησυχία βάρυνε, σαν να ζύγιζε ξαφνικά αμέτρητα κιλά. Το φως απέκτησε υφή. Η ατμόσφαιρα ήταν πηχτή. Ξεκίνησε σαν εσωτερικό μούδιασμα και μεταμορφώθηκε σε ζέστη. Άρχισα να ζεσταίνομαι από μέσα προς τα έξω, σαν να έλιωναν τα σωθικά μου, ενώ τα χέρια μου έψαχναν τις κρύες πέτρες στην κορυφή του Μύτικα, με την ελπίδα δροσιάς. Η ένταση έφτασε μέχρι το κεφάλι μου προς αναζήτηση εκτόνωσης. Κοίταξα τριγύρω μου, έμεινα με καρφωμένο το βλέμμα στον Θρόνο του Δία και ορκίζομαι ότι μπορούσα να δω μικρά σωματίδια να χορεύουν. Δεν υπάρχει χώρος για προσωπεία, μόνο αληθινή σύνδεση. Μάλλον κάπως έτσι γίνονται τα θαύματα, δεν τα λογαριάζεις, αναπάντεχα. ‘’Θαύμα πελώριον’’ η κορυφή και εγώ μετά την κατάβαση δεν ήμουν ξανά η ίδια.

Θυμάμαι πως κάθε φορά που κάποιος ανέφερε τον Όλυμπο σε συζητήσεις, η πρώτη λέξη που αναβόσβηνε στο μυαλό μου σαν μια μεγάλη, ροζ, νέον πινακίδα, ήταν η λέξη ‘’ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ’’. Λες και αυτή η εμπειρία ήταν φτιαγμένη μόνο για μια μερίδα κόσμου, τους ατρόμητους επαγγελματίες και όχι για εμένα. Ωστόσο, ο παιδικός μου ενθουσιασμός για το άγνωστο ήταν αρκετός για να ξε-σφηνώσει αυτή την τραυματική μου πεποίθηση και να με κάνει να προχωρήσω.

Στόχος μας η διαδρομή Γκορτσιά – Πετρόστρουγκα – Οροπέδιο των Μουσών. Αφήσαμε τα περιττά βάρη στο αυτοκίνητο, φτιάξαμε με μαεστρία τα σακίδια μας και μπήκαμε στο μονοπάτι. Πρώτο βήμα στο ιερό βουνό με συστάδες οξιάς και πεύκα που η σκιά τους θα μας συνόδευε μέχρι το καταφύγιο να μας καλωσορίζουν σε ένα πανέμορφο δασικό τοπίο. Δυστυχώς δεν θυμάμαι πολλά από την διαδρομή:κουράστηκα πιο γρήγορα από όσο παραδέχομαι στον εαυτό μου, κοιτούσα συνέχεια κάτω χωρίς να απολαμβάνω την φύση και τις στιγμές των παύσεων με την ομάδα, ενώ παράλληλα ένιωθα έναν έντονο παλμό στο στομάχι μου από την αγωνία για την εξέλιξη της πεζοπορίας, η οποία δεν με άφηνε να υπάρχω στο παρόν.

Φτάσαμε στην Πετρόστρουγκα και ήμουν εντελώς χαμένη. Όλοι είχαν μια νεανική ορμή για να εξερευνήσουν το περιβάλλον εκτός από εμένα, που ήθελα μόνο να κρυφτώ στην προσωπική μου σπηλιά. Οι φωτογραφίες της πανσελήνου ήταν το κυρίως θέμα της βραδιάς. Γνωστοί και άγνωστοι γύρω μου γελούσαν και απολάμβαναν την ομορφιά, ενώ εγώ καθόμουν με το κινητό στο χέρι, δίπλα σε ένα ραγισμένο παράθυρο και με τη φωνή στο ακουστικό να μου λεει “ … σε ακούω τόση ώρα να μου λες μόνο αρνητικά, είσαι γεμάτη γκρίνια και δεν έχεις δώσει ούτε ένα μπράβο στον εαυτό σου που έφτασε ως εκεί…’’. Χαστούκι. Έπειτα σιωπή.

Ξυπνήσαμε πέντε το πρωί με τελικό προορισμό το Οροπέδιο των Μουσών και η εσωτερική μου απόγνωση στα κόκκινα. Ο ρυθμός μου αργός ανάμεσα στις υπεραιωνόβιες ρόμπολες, άκουγα τα πόδια μου να τσιρίζουν από εξάντληση και τελικά έμεινα τελευταία και κατάκοπη να προσπαθώ να βρω την αναπνοή μου. Ξαφνικά μπροστά μου η κορυφή Σκούρτα. Γυμνό τοπίο με χαμηλή βλάστηση και πετρώδες έδαφος. Στην κορυφή στέκονταν περήφανα δυο αγριόγιδα, μια εικόνα ελπίδας. Το χρώμα τους ξεκινούσε από βαθύ σκούρο και καταλήγε χρυσό σε σημεία του κορμιού τους. Δυο μεγάλες μαύρες λωρίδες έδιναν βάθος στο λευκό πρόσωπο τους, οι οποίες ενώνονταν με τα κυρτά κέρατα τους σχηματίζοντας έναν ορεσίβιο πολεμιστή που οι γκρεμοί και οι πλαγιές είναι η ασφάλεια του. Ευχήθηκα πολύ δυνατά μέσα μου, έστω για λίγα δευτερόλεπτα να μπορούσα να μεταμορφωθώ σε αγριόγιδο και να σταματήσει αυτό το μαρτύριο της κούρασης. Στάθηκα σε μια πέτρα και το βουνό με ‘’έσπασε’’. Δεν ήξερα γιατί ήμουν εκεί. Δεν ήξερα γιατί πήρα μια τέτοια απόφαση. Δεν ήξερα πως θα συνεχίσω. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι πλέον δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω.

Η θερμοκρασία του αέρα άλλαξε, έπεσε, ήμουν ιδρωμένη αλλά κρύωνα. Γκρεμός δεξιά και αριστερά. Μπροστά μας μια μεγαλοπρεπής ράχη, που σε καλούσε σχεδόν μυστικιστικά να την διασχίσεις , με την υπόσχεση ενός δώρου στο τέλος της. Για πρώτη φορά μπροστά μας στέκονται μέσα στην λαμπρότητα τους το Οροπέδιο των Μουσών, το Στεφάνι του Δία και ο μέγας Μύτικας. Μια μικρή ανακούφιση διαπέρασε το σώμα μου, το βλέμμα μου χάθηκε στα Πιέρια όρη και έδωσα στα πόδια μου όση δύναμη μου είχε απομείνει για να συνεχίσω να πορεύομαι, αν και είχαμε ακόμα αρκετό δρόμο.

Μια απαιτητική τραβέρσα απλώθηκε μπροστά μας και με κάθε βήμα πάνω στην αφιλόξενη πέτρα το μυαλό μου έφτιαχνε εικόνες από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, με τον κύριο Σαμ να με συνοδεύει σε αυτή την περιπέτεια. Σκόρπιο χάος από κάτω μας και εμείς να περνάμε με σχοινί το πασίγνωστο πέρασμα του Γιόσου, ένα μικρό κάθετο αναρριχητικό πεδίο το οποίο και μας έδωσε την τελική “σπρωξιά” πριν το Οροπέδιο των Μουσών.

Χοροπηδητά, τσιρίδες, γέλια, και ένα τεράστιο αίσθημα εκπλήρωσης. Η δυσκολία μου να αντιληφθώ που είμαι και τι συμβαίνει γύρω μου ήταν ακόμα έντονη. Κοιτούσα το Στεφάνι του Δία και το μόνο που έβλεπα ήταν “μια μεγάλη πέτρα” ( ατάκα η οποία παγιώθηκε στις αναφορές της παρέας στην κοινή μας ανάβαση, αφού- δικαίως- πυροδότησε το ανελέητο δούλεμα που έκτοτε με ακολουθεί). Επιτέλους βρέθηκα καθισμένη, , με μια κούπα γεμάτη αχνιστό καφέ στα χέρια, ενώ το ψωμί με το βουτυρόμελο που ήρθε στο τραπέζι κυριολεκτικά χαλάρωσε τις άμυνες μου: ένιωθα ασφάλεια στο καταφύγιο Κάκαλος. Στήσαμε τις σκηνές μας, ξεκουραστήκαμε και δώσαμε ραντεβού στην κορυφή.

Τρόμος και άγχος. Όσο κι αν είχα προσπαθήσει να φανταστώ το Λούκι μέσα από τις περιγραφές εκείνων που είχαν κατορθώσει στο παρελθόν αυτό που τώρα εγώ επιχειρούσα, το θέαμα που αντίκρισα με σόκαρε.

Κατέρρευσα. Τα δάκρυα έπεφταν στα ρούχα μου, τα δάχτυλα μου δεν είχαν την δύναμη να τα συγκρατήσουν και οι φιγούρες της ομάδας ήταν θολές. Δεν ήταν το Λούκι, ήμουν εγώ. Εγώ και η ψευδαίσθηση μου ότι μπορώ να έχω τον έλεγχο. Αλλά στην προκειμένη δεν ήταν θέμα ελέγχου αλλά εμπιστοσύνης. Έπρεπε να εμπιστευτώ εμένα και τη δύναμη μου… Έπρεπε να αφήσω πίσω μου αυτή την πλασματική ασφάλεια που δίνει ο έλεγχος της όποιας κατάστασης και να δώσω το δικαίωμα στον εαυτό μου να πάρει χρόνο, να δείξει εμπιστοσύνη και με τον τρόπο του να φτάσει στην κορυφή. Έπρεπε να ησυχάσω τον προσωπικό μου κριτή που μου ψιθύριζε ότι δεν θα τα καταφέρω και να πρωταγωνιστήσω στο δικό μου έργο, αντί να παραμείνω κομπάρσος σε αυτό που με έμαθε το συλλογικό ασυνείδητο. Πόσο υπέροχο θα ήταν, αντί όλοι μας να στεκόμαστε απέναντι από τους εαυτούς μας με τεντωμένο το δάχτυλο, απλά να καθόμασταν δίπλα μας; Και να σταματούσαμε να είμαστε εμείς οι ίδιοι το εμπόδιο μας;

Η φωνή του Χρήστου έσκασε σαν καμπάνα μέσα στα τύμπανα μου ‘’ Μαίρη μου μη στεναχωριέσαι, δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις αν δεν θέλεις. Δεν ανεβαίνουν στον Μύτικα όλοι όσοι έρχονται στον Όλυμπο, δεν είναι απαραίτητο. Είναι οκ να μην έρθεις και να γυρίσεις να ξεκουραστείς στο καταφύγιο’’.

“Πάμε, είμαι έτοιμη”. Φόβος και χαρά μαζί, σπαστικά γέλια και απόγνωση μέσα στο απόκρημνο Λούκι. Μαθαίνεις να διαβάζεις ένα ένα τα γκρεμισμένα πέτρινα σκαλιά της ορθοπλαγιάς, να συζητάς με τον εαυτό σου την κάθε κίνηση, να ψάχνεις την κατάλληλη λαβή για τα χέρια σου και τότε να δίνεις ώθηση προς την επόμενη θέση. Και αυτή η ιεροτελεστία αρχίζει και γίνεται κτήμα σου και σαν άλλος προσκυνητής αντιλαμβάνεσαι ότι προχωράς- αργά, αλλά προχωράς. Κάθε δρασκελιά και μια μεγάλη συνειδητοποίηση ότι αυτό που ζεις συμβαίνει, το πετυχαίνεις. Και έτσι γεννιέται αυτή η σπουδαία κόρη του μυαλού, η ελπίδα, γιατί αυτή σε βαστάει να μην πέσεις. Ώσπου φτάνεις στα 2.918 μέτρα και όλα είναι πια αλλιώς.

Στην κορυφή υπάρχει μόνο η θεμελιώδης σου ύπαρξη, όχι εσύ, ξένος μέσα στο κόσμο.
Είσαι ο κόσμος.
Ευχήθηκα να είμαι πάντα μια ελεύθερη γυναίκα. Να πάρω πίσω τη δύναμη που έχω στερηθεί.

Το μαύρο έφυγε, δεν υπήρχε πλέον καμία περιοριστική πεποίθηση να με σταματά. Ο χώρος μέσα μου και πρωτίστως για τον εαυτό μου είχε ανοίξει. Ο φόβος είχε αντικατασταθεί με πίστη και η κατάβαση έγινε ένα παιχνίδι απόλαυσης αφού για πρώτη φορά από την ημέρα που ξεκίνησε αυτό το ταξίδι δεν ένιωθα το σώμα μου σκεβρωμένο και υποτακτικό των σκοτεινών συναισθημάτων μου. Η ταξιδιωτική εμπειρία άλλαξε, σταμάτησα να είμαι μόνη και έγινα μέρος μιας ομάδας, σαν να άναψε κάποιος το φως και να με ξανα-σύστησε στους συνοδοιπόρους μου.

Εκατόν εξήντα λεπτά αργότερα ένιωθα ο εαυτός μου. Στριμωγμένοι σε μισό τετραγωνικό μέτρο περικυκλωμένο από αμέτρητα ζευγάρια παπούτσια, με ρακόμελο στα ποτήρια μας, μια παράφωνη μελωδία εφηβικών τραγουδιών να ακούγεται στο βάθος και κόσμο να μπαινοβγαίνει αλλάζοντας μας συνέχεια θέση αλλά και θερμοκρασία σώματος, μοιραζόμασταν μια χαρά αλλιώτικη, που βρισκόταν σε πλήρη ευθυγράμμιση και είχε ως κοινό παρονομαστή τον προσωπικό Μύτικα του καθενός. Θυμάμαι να γελάω τόσο πολύ, να ‘’τρέχουν’’ οι λέξεις από το στόμα μου με μηδενική ντροπή, ο ένας συμπληρώνει την χαζομάρα του άλλου, τα αστεία να έχουν τον τέλειο ρυθμό και η ροή της ενέργειας να φέρνει μια ανακουφιστική οικειότητα μεταξύ μας.

Μια οικειότητα που δεν έχω σταματήσει να σκέφτομαι μέχρι αυτή τη στιγμή που γράφω τις σκέψεις μου, γιατί πάντα με συγκλόνιζε και θα με συγκλονίζει η εγγυτητα που δημιουργείται μεταξύ αγνώστων, που για μια χρονική στιγμή μέσα στο άπειρο του χρόνου μοιράζονται το ίδιο παρόν- και αυτό είναι κάτι που δεν θα τους πάρει ποτέ κανείς. Μένει εκεί. Ακλόνητο. Αυτή η στιγμή που όλα κορυφώνονται στην απόλυτη σύνδεση, αυτή η στιγμή που γεννιούνται εκείνες οι μικρές, κινούμενες εικόνες που παίζουν πάντα σε λούπα στο rewind της κασέτας των αναμνήσεων σου, και που θα σε κάνουν να γελάσεις μόνος σου, ένα λάθος απόγευμα, χωρίς νόημα, στην Κηφισίας.
Είχα ξεχάσει την κούραση, τον αέρα, το κρύο, την πεζοπορία της επόμενης ημέρας, το άγχος μου. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα στον μικρόκοσμο μας, ήμασταν ασφαλείς και πλήρεις… μέσα σε μια παπουτσοθήκη.

Δεν έκλεισα μάτι από τον αέρα εκείνο το βράδυ, που το πέρασα βιώνοντας τον μεγαλύτερο φόβο των Γαλατών, μην τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Στην προκειμένη, μου έπεσε η σκηνή. Τρια άτομα με όλα τους ρούχα φορεμένα, οκτώ μποφόρ, απίστευτο κρύο και άτακτες επιθέσεις της σκηνής στο πρόσωπο μας. Δεν είχε όμως καμία σημασία, γιατί η Πανσέληνος του Θερισμού ήταν καρφωμένη στον ουρανό και το φως της πάνω στο Στεφάνι του Δία κάλμαρε την αβολεψιά μας. Ένα μεγάλο ‘’καλημέρα’’ ακούστηκε από τα παιδιά που έτρωγαν πρωινό στα τραπέζια του Κάκαλου και, αποδεχόμενη όλη την ευθύνη της υπερβολής μου, τολμώ να πω ότι ήταν ένα από καλύτερα πρωινά της ζωής μου, ακόμα και με το στράβωμα της αϋπνίας.

Η επόμενη πρόκληση που ακούει στο όνομα ‘’ Κοφτό’’ ήρθε σύντομα, αλλά η κατάβαση, αν και ξεκίνησε αρκετά απαιτητικά, εξελίχθηκε σε μια εξαιρετικά απολαυστική εμπειρία, γεμάτη ελιγμούς μέχρι το καταφύγιο Σπήλιος Αγαπητός. Επτά άτομα, επτά κουκέτες, επτά κατορθώματα και μια επική βραδιά μπλεγμένη με κούραση, σπαστικά γέλια και έναν έπαινο εαυτών γιατί τα είχαμε καταφέρει. Όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του. Ναι, ανεβήκαμε στον Όλυμπο. Ναι, φτάσαμε στον Μύτικα. Ναι, κλείσαμε τέσσερις ημέρες καθημερινής πεζοπορίας. Ναι, μας άξιζαν δύο πιάτα μακαρόνια με κιμά και ένας βαθύς ύπνος.

Χτισμένο στα 2.060 μέτρα, στη θέση ‘’Μπαλκόνι’’ το καταφύγιο ‘’Αγαπητός’’, έφερε στο μυαλό μου εκείνα τα σπιτάκια με τις κόκκινες σκεπές, τις καμινάδες και τα καταπράσινα δέντρα που ζωγράφιζα στο δημοτικό όταν σκεφτόμουν τη ζωή στην ύπαιθρο. Ήπιαμε τον πρωινό μας καφέ, και ‘’σελωθήκαμε’’ με τα σακίδια μας αφήνοντας το αίσθημα της θαλπωρής και της φιλοξενίας του καταφυγίου. Η κατάβαση ξεκίνησε με γοργό ρυθμό και τελικό στόχο την διάσχιση της χαράδρας του Ενιπέα, του ωραιότερο από όλους τους ποτάμιους Θεούς σύμφωνα με τον Όμηρο.

Ο ήχος του νερού μας καλούσε σαν άλλος μαγικός αυλός βγαλμένος από τα παραμύθια των αδελφών Γκρίμ για να πάρει από πάνω μας τα χιλιόμετρα των ημερών. Αν δεν είχα περπατήσει η ίδια στο μονοπάτι μέσα σε αυτό το ανυπέρβλητο πυκνό δάσος οξιάς, θα νόμιζα ότι το φαντάστηκα. Ξύλινα γεφυράκια, βαθυπράσινες πλαγιές, πολύτιμα χρώματα κρυμμένα στις ρωγμές των δέντρων, πλάσματα του δάσους, και μυστήρια ενδημικά φυτά και λουλούδια σε κάθε μας βήμα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στις μυρωδιές από ρίγανη και θυμάρι, εμφανίστηκε μεγαλοπρεπής και ατάραχος, ο καταρράκτης του Ενιπέα. Βγάλαμε τα ρούχα μας, πιαστήκαμε από τα χέρια και με μια φωνή, μια αναπνοή, μια καρδιά να χτυπάει με χίλιους παλμούς, πέσαμε στα παγωμένα του νερά. Ένιωθα ότι η δράση γινόταν σε αργή κίνηση ενώ τα κύτταρα μας βρίσκονταν σε υπερένταση από το κρύο. Ορκίζομαι πως μπορούσα να κόψω την ατμόσφαιρα με μαχαίρι και να πάρω για πάντα ένα κομματάκι χαράς και κάθαρσης μαζί μου. Τα κρυστάλλινα νερά του Ενιπέα, έμελλε να δώσουν την λήξη αυτής της μεγάλης περιπέτειας.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, στα ακουστικά μου έπαιζε National.
Σκεφτόμουν τα ποιήματα και τις ατάκες της Τζένης, τροφή για το ειρωνικό google translate του Γιάννη που δεν άφησε λέξη να πέσει κάτω, τη στωικότητα του Gaultier που με κάθε τσιρίδα απόγνωσης έδινε τις πιο ψύχραιμες απαντήσεις, τον ‘’μπαμπά’’ Χρήστο που σαν ‘’σκούπα’’ συσπείρωνε την ομάδα και έδινε ρυθμό, την τεχνογνωσία και την ηρεμία του οδηγού μας Ηλία, τον ήσυχο Χριστόφορο και τον Friday που φιλούσε τα δέντρα ενώ χοροπηδούσε σαν τρελός όταν είδε το Οροπέδιο των Μουσών γιατί, απλά, ένιωθε σαν το σπίτι του.

‘’The grief it gets me, the weird goodbyes’’ λένε οι στίχοι και ο αποχωρισμός με τα παιδιά με βασάνισε. Έφτασα σπίτι και δεν ήθελα να κάνω μπάνιο μήπως κατα λάθος ξεπλύνω τις αναμνήσεις μου. Μήπως ξεπλύνω το άγριο βουνό, που μου θύμισε ότι ήμουν ακόμα ζωντανή.

*It is forbidden to republish/ use photographic material or any part of the article without the author’s consent.

Κείμενο © λ3 by Mary Retsina

Φωτογραφία © λ3 by Yannis Papanastasopoulos & Giannis Paraskevas

#lovenlivelife

Contact Us
Subscribe to Newsletter

Shopping cart0
Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι!
Συνέχεια Αγορών
0