Ένα δεκαήμερο road trip στα Πομακοχώρια της Ξάνθης
Η ιδέα να πραγματοποιήσουμε ένα ταξίδι στα Πομακοχώρια της Ξάνθης ήρθε λίγο καιρό πριν, όταν σε μια συζήτηση με φίλους αναρωτηθήκαμε ποια μέρη της Ελλάδας δεν έχουμε ακόμα επισκεφθεί. Έτσι αυθόρμητα και χωρίς πολλή σκέψη λοιπόν, κλείσαμε εισιτήρια, εφοδιάσαμε καταλλήλως το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για τη Βόρεια Ελλάδα. Τα χιλιόμετρα πολλά και γι’ αυτόν τον λόγο συμπεριλάβαμε στη διαδρομή μας μια απαραίτητη «παύση»: μια διανυκτέρευση στη Θεσσαλονίκη.
Πρώτη στάση του ταξιδιού μας το χωριό Εχίνος, 27 χιλιόμετρα από την Ξάνθη. Φτάσαμε απόγευμα οπότε ψάξαμε αμέσως μέρος για να στήσουμε το… αυτοκίνητο. Δεν αργήσαμε να βρούμε το κατάλληλο σημείο, ένα ύψωμα αρκετά κοντά, με θέα όλο το χωριό. Η ώρα πρέπει να ήταν κάπου κοντά στις 8 το βράδυ, όταν τη γαλήνια σιωπή που βασίλευε στην περιοχή «έσπασε» απότομα η μελωδική φωνή του χότζα, που από τον μιναρέ καλούσε σε προσευχή τους πιστούς. Αυτό το κάλεσμα, που στα δικά μας αυτιά μοιάζει παράδοξο, σηματοδότησε και την «επίσημη» αρχή του ταξιδιού μας.
Το επόμενο πρωί το αφιερώσαμε σε μια βόλτα στο χωριό. Συναντήσαμε ανθρώπους φιλικούς και με όρεξη για κουβέντα. Μας μίλησαν για τον τόπο τους: για τους παλιούς Εχινότες που τα «άλλα» τα χρόνια καλλιεργούσαν καπνά, για τους τωρινούς, που φεύγουν σε ναυπηγεία της Ευρώπης λόγω ανεργίας, για τις συνήθειές τους και για τα αμέτρητα αδέσποτα που ταΐζει και φροντίζει το χωριό. Τις περισσότερες από αυτές τις πληροφορίες τις μάθαμε όταν καθίσαμε σε ένα μικρό καφενείο του χωριού, δίπλα σε μια παρέα ντόπιων. Η πρώτη τους κουβέντα ήταν «καλώς ήρθατε στον τόπο μας» και η δεύτερη «ένα καφεδάκι κερασμένο από εμάς, στα παιδιά!». Με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο και με απεριόριστη καλοσύνη στη μιλιά, μας έκαναν να νιώσουμε οικία στον δικό τους τόπο.
Το μεσημέρι ξεκινήσαμε για τον επόμενο προορισμό μας, το χωριό Κοτύλη, αφού πρώτα κάναμε μια στάση στη Μελιβοία. Το Κοτύλι είναι ένα χωριό περίπου 14 χιλιόμετρα μακριά από τον Εχίνο και βρίσκεται σε υψόμετρο 578 μέτρων. Τα χρώματα του φθινοπώρου έκαναν τη διαδρομή μας ακόμα πιο απολαυστική, αφού γύρω μας αντικρίζαμε απέραντα βουνά, ντυμένα στις αποχρώσεις του πορτοκαλί και του κίτρινου. Αφού φτάσαμε, κάναμε μια μικρή βόλτα στα στενά του χωριού και (μαντέψτε!) αναζητήσαμε το σημείο που θα μας φιλοξενούσε. Το απόλυτα ήρεμο βράδυ μας το ακολούθησε μια μικρή αυγινή έκπληξη. Όταν ξυπνήσαμε το επόμενο πρωί, έξω από το αυτοκίνητο ˗αλλά πολύ πολύ κοντά μας˗ ένα άλογο απολάμβανε τον ήλιο που μόλις είχε εμφανιστεί. 
Στόχος μας για εκείνη τη μέρα ήταν να γνωρίσουμε τα χωριά Θέρμες: Άνω Θέρμες, Μεσαίες και Κάτω Θέρμες. Στις Κάτω Θέρμες λειτουργούν ιαματικά λουτρά και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Εκεί επίσης, υπάρχει και η ταβέρνα του Καλαμτζή, που αν είσαι λάτρης του κρέατος αξίζει (όπως λένε) να την επισκεφτείς. Αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε σε ένα σημείο στο τέλος του χωριού αυτού, κοντά στο τζαμί, και το πρωί να επισκεφτούμε τις πηγές. Κατά μήκος του δρόμου μας παρατηρήσαμε αρκετά λουτρά, τόσο κλειστού τύπου όσο και υπαίθρια. Οι ιαματικές πηγές των Κάτω Θερμών είναι επισκέψιμες και φαίνεται πως γίνεται προσπάθεια από τους αρμόδιους να τις αναβαθμίσουν και να τις αναδείξουν. Αν βρεθείς στην περιοχή, αξίζει να κρατάς το μαγιό σου και να βουτήξεις στις τεχνητές, ατομικές πισίνες με τα ζεστά νερά.
 
													Επόμενη στάση η Μέδουσα, ένας οικισμός μόλις λίγα λεπτά μακριά από τις Θέρμες. Ένα μικρό, όμορφο και γραφικό χωριό, με ελάχιστους κατοίκους. Από τα σπίτια, που τα έχουν στολίσει τα αναρριχώμενα φυτά, μπορείς να καταλάβεις πως το στοιχείο της εγκατάλειψης είναι έντονο. Όμως η ηρεμία του τοπίου σε ταξιδεύει κάπου πίσω στον χρόνο και σου αφήνει μια γλυκιά νοσταλγία. Μέσα από το χωριό περνάει ο ποταμός Κομψάτος, με το δίτοξο γεφύρι του να ενώνει το χωριό.
Μέσα από τη Μέδουσα ξεκινάει ο μοναδικός δρόμος ˗χωματόδρομος˗ που οδηγεί στο γνωστό χωριό Κοττάνη. Η κατάσταση του χωματόδρομου, που προχωρά παράλληλα με το ποτάμι, δεν σε γεμίζει απλώς απορία, αλλά σου γεννά τη βεβαιότητα ότι έχεις πάρει λάθος κατεύθυνση. Ευτυχώς, κάποιοι καλοί άνθρωποι έχουν φροντίσει να τοποθετήσουν αυτοσχέδιες ταμπέλες που σε καθησυχάζουν, ενθαρρύνοντάς σε να κάνεις υπομονή για λίγα χιλιόμετρα ακόμα.
Κάπου στην μέση της διαδρομής, μπροστά από τον ποταμό βρήκαμε ένα μέρος που έμοιαζε να μας προσκαλεί να το κάνουμε σπίτι μας, έστω και για ένα μόνο βράδυ. Τα βουνά τριγύρω έμοιαζαν να ψάλλουν ύμνο στο φθινόπωρο, με τον ήχο του ποταμού να ολοκληρώνει τη μελωδία ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τη μαγεία του τοπίου.
Την επόμενη μέρα νιώσαμε ξανά τυχεροί, παρακολουθώντας στην απέναντι όχθη ένα κοπάδι με καμιά δωδεκαριά άλογα, τα οποία πέρασαν από κοντά μας χωρίς να βιάζονται ή να ενοχλούνται από την παρουσία μας. Λίγο αργότερα και αφού μαζέψαμε τα πράγματά μας βρεθήκαμε στο χωριό Κοττάνη. Εκεί ο δρόμος τελειώνει. Το μόνο που συνεχίζει πέρα από το χωριό είναι ένα μονοπάτι που οδηγεί προς τους εγκαταλελειμενους πλέον οικισμούς Κούνδουρο και Λυκότοπο. Το Κοττάνη βρίσκεται πολύ κοντά στα σύνορα με Βουλγαρία και είναι από τα ομορφότερα και πιο γραφικά χωριά της Θράκης. Το μόνο που θα συναντήσεις, λίγα χιλιόμετρα πριν μπεις στο χωριό, είναι η παραδοσιακή ταβέρνα του Τζεμίλ και της Μουσκέν. Παρόλο που την ταβέρνα μπορείς να την προσεγγίσεις μέσα από τον χωματόδρομο, η φήμη για το καλό φαγητό που σερβίρει την έχει κάνει περιζήτητη, με αποτέλεσμα να υποδέχεται επισκέπτες όλο τον χρόνο. Το μαγαζί ανοίγει Σαββατοκύριακα και αργίες και καλό είναι, πριν πάρεις την απόφαση να κάνεις τόσο δρόμο, να έχεις τηλεφωνήσει για να κλείσεις τραπέζι. Εμείς σταθήκαμε τυχεροί και παρόλο που το μαγαζί σερβίρει σχεδόν αποκλειστικά κρέας στη σούβλα, απολαύσαμε ένα υπέροχο γεύμα με θέα τον ποταμό. Αν λοιπόν είσαι χορτοφάγος, μην τρομάξεις, κάποιο παραδοσιακό πιάτο θα υπάρχει και για σένα!
Το βράδυ μας βρήκε ξανά στις όχθες του ποταμού Κομψάτου. Την επόμενη μέρα πήραμε τον δρόμο προς τα πίσω μέχρι τον Εχίνο και από εκεί κατευθυνθήκαμε στον Κένταυρο, το μεγαλύτερο Πομακοχώρι της Ελλάδας. Ένα ορεινό χωριό στα 700 μέτρα υψόμετρο, ιδανικό σημείο ανεφοδιασμού αφού διαθέτει καφετέριες και παντοπωλεία, λιγότερο όμως γραφικό σε σύγκριση με τα χωριά που είχαμε επισκεφθεί προηγουμένως. Το ίδιο ισχύει και για τη Μύκη, λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, με μια σημαντική όμως διαφορά. Στη Μύκη οι γυναίκες φοράνε ακόμα την παραδοσιακή ενδυμασία που την χαρακτηρίζουν τα έντονα χρώματα, ειδικά το κόκκινο, και διαφέρει πολύ από την σκουρόχρωμη ενδυμασία των γυναικών που συναντά κανείς στα υπόλοιπα μουσουλμανικά χωριά.
Είχαμε την τύχη να μιλήσουμε με μια παρέα γυναικών του χωριού, που μας εξήγησαν πως ράβουν οι ίδιες τα ρούχα τους και τις μαντίλες που φορούν και πως, κατά την διάρκεια θρησκευτικών εορτών, ντύνονται με μια πιο επίσημη και ακόμα πιο εντυπωσιακή ενδυμασία. Φεύγοντας, πήραμε μαζί μας πεσκέσι τα χειροποίητα μαντήλια που μας χάρισαν ˗ίδια με κείνα που στόλιζαν τα κεφάλια τους κατά τη σύντομη γνωριμία μας μαζί τους˗ καθώς και την πρόσκληση να επισκεφτούμε ξανά τη Μύκη την περίοδο των εορτασμών του Μαΐου.
Κι άλλες τέτοιες πολύχρωμες εικόνες και ανθρώπινες, συγκινητικές συναντήσεις συνόδευσαν τα χιλιόμετρα που διανύαμε καθώς οι μέρες περνούσαν, ώσπου φτάσαμε και στην τελευταία. Το πρωί της επιστροφής, παίρνοντας τον δρόμο Εχίνου-Ξάνθης, φροντίσαμε να συμπεριλάβουμε στην πορεία μας το χωριό Σμίνθη, που αποτελεί την έδρα του δήμου Μύκης. Το μοναδικό αξιοθέατο του χωριού αυτού είναι το μεγάλο λευκό τζαμί, που μαγνητίζει τη ματιά και σε αναγκάζει να κοντοσταθείς για να το παρατηρήσεις. Επόμενοι προορισμοί και τελευταίοι για αυτό το ταξίδι μας, ήταν τα χωριά Αιώρα, Κοτσομύτης και Γοργόνα, μικροί οικισμοί με λίγους κατοίκους, αρκετά κοντά στην Ξάνθη.
Η τελευταία μας διανυκτέρευση στα βουνά της Ροδόπης έγινε σε μια μικρή κορυφή με θέα την πόλη της Ξάνθης. Το απόγευμα, ένας βοσκός, ο Αχμέτ, που μας εντόπισε από μακριά, πλησίασε και κάθισε μαζί μας για να μας καταγοητεύσει, αφηγούμενος ιστορίες με πρωταγωνιστές τα βουνά της περιοχής. Δεν υπήρχε καταλληλότερος άνθρωπος για να πλέξει τον επίλογο της εμπειρίας μας στα χώματα της Θράκης, αφού ο Αχμέτ περπατά τις κορυφές και τις ραχούλες γύρω από την Ξάνθη οδηγώντας το κοπάδι του καθημερινά, κοντά εξήντα χρόνια τώρα.
Καθώς ο ήλιος έπεφτε και τα φωτάκια της πόλης άναβαν το ένα μετά το άλλο, εμείς μείναμε να κοιτάμε τη θέα και να κάνουμε μια μικρή αναδρομή στις προηγούμενες μέρες. Η γεύση που μας έμεινε από αυτό το ταξίδι δεν έχει καμία δόση πίκρας για τους ανθρώπους που γνωρίσαμε και για τα μέρη που είδαμε. Ο κόσμος στα πομακοχώρια θα σε πλησιάσει πάντα με καλοσύνη και χαμόγελο στο πρόσωπο. Θα σε δει από μακριά και θα έρθει να σε χαιρετήσει, χαρίζοντάς σου απλόχερα ιστορίες – άλλες χαρούμενες και άλλες με πολύ παράπονο, όπως όλες οι ιστορίες που μιλούν για παλιές εποχές «τότε που οι οικογένειες ζούσαν από τα καπνά, που τώρα ρημάζουν», γιατί κανένας δεν έμεινε πια να τα καλλιεργεί. Όλοι όσοι συναντήσαμε μας μίλησαν με αληθινό, βαθύ παράπονο για αυτή την εγκατάλειψη της υπαίθρου, που άλλωστε είναι εμφανής σε ορισμένα χωριά. Όπως και όλοι ένιωσαν την ανάγκη να τονίσουν πως «είτε χριστιανοί είτε μουσουλμάνοι, είμαστε όλοι άνθρωποι».
 
Και αυτό μετράει στην τελική. Γιατί, με όλες τις μαγικές εικόνες που κρύβει η ομορφιά της Θράκης, είναι η καλοσύνη των ανθρώπων της που μας κάνει να κλείνουμε αυτό το ταξίδι των πολλών χιλιομέτρων με την υπόσχεση να επιστρέψουμε ξανά.
*It is forbidden to republish/ use photographic material or any part of the article without the author’s consent.
Κείμενο © λ3 by Maria Koliakoudaki
Φωτογραφία © λ3 by Cristos Manioros
#lovenlivelife
 
		Loose Spokes: A 36-Hour Bikepacking Escape to Mount Ziria
 
		Άνω Χώρα Ορεινής Ναυπακτίας: ένα φθινόπωρο με κάστανα και αρώματα βουνού
 
		Αμοργός: Φθινόπωρο στο νησί του απέραντου γαλάζιου
 
		Oι πρώτες φθινοπωρινές εξορμήσεις σε έξι χωριά της Ελλάδας
 
		Αρχές Βιώσιμης Πεζοπορίας: Ο Οδηγός σου για Σεβασμό στη Φύση
 
		🎞️ COSMOTE TELEKOM ROADSHOW 2025: Το σινεμά ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα
You may also like
4 Hands Dinner: Άλεξ Ατάλα και Παύλος Κυριάκης
Ο Alex Atala ήταν ακριβώς αυτό που περίμενες και ήθελες να ε
Ο Κάλαμος
Όλοι στην Ανάφη μιλούν γι’ αυτόν τον επιβλητικό βράχο,
Loose Spokes: A 36-Hour Bikepacking Escape to Mount Ziria
A weekend bikepacking trip through Mount Ziria that reminds us: time doesn't stop, but sometimes it

 
		 
		 
		