Τόποι που θεραπεύουν

Περιπλάνηση στην Ορεινή Αρκαδία: Από το Παρελθόν στο Παρόν

Το παρΟν

Ήταν η δεύτερη φορά που θα πήγαινα στην ορεινή Αρκαδία μέσα σε λίγους μήνες και ο σκοπός της επίσκεψής μου ήταν διττός. Από τη μία, η έντονη λαχτάρα μου να την ξαναδώ. Από την άλλη, η ανάγκη να αποπειραθώ μία άτυπη αυτοθεραπεία. Γνώριζα από την πρώτη μου επίσκεψη ότι το μέρος αυτό είχε αποτελέσει στο παρελθόν θεραπευτήριο. Κι εγώ κουβαλούσα αδιαμφισβήτητα κάποιες καθημερινές ασθένειες που πολύ θα ήθελα να γιατρέψω.

Το μέρος

Πιστεύω στις πρώτες εντυπώσεις και στη δύναμη που έχει η πρώτη εικόνα ενός νέου τόπου που ανακαλύπτεις. Στην περίπτωση αυτή, πράσινα κύματα από έλατο, απλωμένα σε τρεις πλαγιές και ανάμεσά τους, γυμνό και ολομόναχο στην αγκαλιά του βουνού, ένα στιβαρό κτίριο από γκρίζα πέτρα. 

«Δεν είναι η πρώτη φορά που μας επισκέπτεστε, σωστά;» μου είπε με χαμόγελο ο κύριος στην υποδοχή, ανασηκώνοντας με τον δείκτη το γείσο της γκρίζας του τραγιάσκας. Τον ακολουθώ κατά μήκος του μακριού διαδρόμου παρατηρώντας τον ελαφρύ κυματισμό της κάπας του. «Ξέρετε, η στολή μας παραπέμπει σε εκείνη των νοσηλευτών που εργάζονταν στον χώρο όταν πρωτολειτούργησε σαν σανατόριο, το 1929» εξηγεί και αρχίζω να υποψιάζομαι ότι έχει μάτια ακόμα και στην πλάτη του. Προλαβαίνοντας την επόμενή μου ερώτηση, προσθέτει ότι το επιβλητικό αυτό κτίριο χτίστηκε από την Άννα Μελά, την αποκαλούμενη και «μάνα του στρατιώτη», που αφιέρωσε τη ζωή και την περιουσία της στη θεραπεία των φυματικών και των τραυματισμένων. Η ιστορία αυτή φωτίζει μια διαφορετική διάσταση του μεγάλου αυτού διαδρόμου.

Η πόρτα που ανοίγει δεν οδηγεί μόνο στο δωμάτιό μου, αλλά και στο ίδιο το δάσος. Τα έλατα κατηφορίζουν την πλαγιά λες και θέλουν να μπουν μέσα στο κτίριο. Βολεύομαι στο πλατύ περβάζι του παραθύρου, για να βρίσκομαι όσο γίνεται πιο κοντά τους. Βγάζω από τη βαλίτσα μου τα καρότα που έχω φέρει από το σπίτι και τα ακουμπώ έξω, για να διατηρηθούν δροσερά. Χωρίς να αφήνω τα έλατα από τα μάτια μου, ξαπλώνω στο διπλό κρεβάτι. Ανοίγω τα χέρια και τα πόδια μου για να καλύψω όσο γίνεται περισσότερη από την επιφάνειά του και, πριν να το καταλάβω, έχω αποκοιμηθεί.

Απόδραση από τον λαβύρινθο

Μερικές φορές με κουράζει η ιδέα και μόνο ότι θα πρέπει να μιλήσω στο τηλέφωνο. Το κρατάω για ένα λεπτό στην παλάμη μου και τελικά το αφήνω και πάλι στο κομοδίνο. Θα επισκεφτώ τον Χρήστο απροειδοποίητα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι μπορεί και να μην τον πετύχω εκεί. Η διαδρομή με το αυτοκίνητο μέχρι την Ελάτη ανάμεσα στο  πυκνό δάσος είναι τόσο γαληνευτική που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί άδικο κόπο. Δεν καταφέρνει όμως να κατευνάσει την ανυπομονησία μου να συναντήσω εκείνη.

Βρίσκω το φορτηγάκι του Χρήστου παρκαρισμένο έξω από το ξυλουργείο του και ανοίγω την πόρτα που οδηγεί στο σκοτεινό εσωτερικό του. Ανοιχτόχρωμα κομμάτια ξύλου συνδυάζονται μεταξύ τους σε έναν αχανή λαβύρινθο με αμέτρητες διακλαδώσεις. Αν όμως κοιτάξεις προσεκτικά, οι καμπύλες και οι γωνίες τους συνταιριάζονται με τρόπο που δημιουργεί γνώριμα αντικείμενα: καρέκλες, τραπέζια, κρεμάστρες. Έχοντας πια φτάσει στο βάθος του εργαστηρίου, ακούω βήματα από την άλλη άκρη. Η μορφή που αντικρύζω είναι γνώριμη, αλλά το βλέμμα με ξαφνιάζει. «Περίεργες μέρες» μου λέει, δίνοντάς μου το χέρι του συννεφιασμένος. «Δεν υπάρχει τρόπος για έναν άνθρωπο να τα προλάβει όλα. Ας μην σε ζαλίζω όμως με αυτά. Ανέβα στο φορτηγάκι να πάμε κατευθείαν στα άλογα».

Ένα γλυκό μαστίγωμα

Στροφή με τη στροφή, καθώς οδηγούμε στον χωματόδρομο προς το λιβάδι και μας φυσά το αεράκι, η έκφραση στο πρόσωπο του Χρήστου μαλακώνει. Ανακτά το ήρεμο χαμόγελο με το οποίο τον είχα ταυτίσει όταν τον πρωτοσυνάντησα. Το χαμόγελο του ανθρώπου που εγκατέλειψε την πόλη για να ζήσει στην επαρχία, συνδυάζοντας τις δύο αγάπες του: την ξυλογλυπτική και τα άλογα. Το χαμόγελο πλαταίνει ακόμα περισσότερο τη στιγμή που αντικρίζουμε το λιβάδι και τα δεκαπέντε άλογα που βόσκουν ελεύθερα εκεί. Ο Χρήστος μεταμορφώνεται σε μικρό παιδί και ανοίγει το βήμα του για να τα πλησιάσει ένα προς ένα. Τα χαιρετίζει με κραυγές κι εκείνα ανταποκρίνονται. Η χαρά του ανθίζει στο αχανές λιβάδι και ζηλεύω που δεν γνωρίζω τη γλώσσα για να τη μιλήσω κι εγώ.

Παράλληλα, ψάχνω να τη βρω ανάμεσά τους, με την έγνοια αν θα καταφέρω να την αναγνωρίσω. Εντοπίζω δύο άλογα που έχουν το χρώμα και το σουλούπι της και το ένα από αυτά με πλησιάζει. Τα χέρια μου απλώνονται γύρω από το κανελί κεφάλι και η καρδιά μου ανεβάζει παλμούς. «Πρόσεχέ τον αυτόν, είναι αρσενικός» μου φωνάζει ο Χρήστος από μέτρα μακριά και καταλαβαίνω ότι δεν είναι η Λέιλα αυτή που χαϊδεύω. «Περίμενε και θα σου τη φέρω» συνεχίζει και συνειδητοποιώ ότι έχω ξεχάσει να πάρω μαζί μου τα καρότα. Εν τω μεταξύ, ο αρσενικός μού έχει πάρει το θάρρος και αγγίζει με το στόμα του το μπράτσο μου. «Είναι φιλί αυτό που μου δίνει;» αναρωτιέμαι. Ο Χρήστος ξαφνιάζεται από την ασυνήθιστη αυτή συμπεριφορά και με προειδοποιεί να έχω τον νου μου. Μετά, μου δείχνει ένα όμορφο μαύρο άλογο. «Αυτή είναι η καλύτερη φίλη της δικιάς σου. Η Λέιλα δεν αντέχει ούτε λεπτό μακριά της». Πριν τελειώσει τη φράση του, ακούμε έναν δυνατό καλπασμό και βλέπουμε ένα σύννεφο σκόνης να κόβει το λιβάδι στα δύο. Γυρνάμε και την αντικρίζουμε σε όλο της το μεγαλείο: την ξανθιά της χαίτη να ανεμίζει και το εύρωστο, μυώδες σώμα της να τρέχει με όλη του τη δύναμη προς τον στόχο της. Σου δίνει την εντύπωση του πλάσματος που δεν το σταματά τίποτα.

Αφού φτάσει πια κοντά μας, τινάζει τη χαίτη από τα μάτια της και στέκει δίπλα μου, αλλά δεν μου δίνει καμία σημασία. Το ζητούμενο για τη Λέιλα ήταν να βρεθεί κοντά στη φιλενάδα της. Προσπαθώ να κερδίσω την προσοχή της, αλλά δεν τα καταφέρνω. Αρκούμαι στο να χαϊδεύω τους τεράστιους μύες που διαγράφονται στα καπούλια και στα πλευρά της και να δέχομαι το απρόσμενα επώδυνο μαστίγωμα της ουράς της. Είναι σιωπηλό το ηλιοβασίλεμα που μας βρίσκει στο λιβάδι και ο Χρήστος, με μια κίνηση του κεφαλιού του, μου κάνει νόημα ότι είναι ώρα να φύγουμε.

Στον δρόμο της επιστροφής μού αφηγείται ολόκληρη την ιστορία της «μοιραίας» της παρέας, όπως την αποκαλεί. Της Λέιλα, που η αγέλη υποδέχθηκε αρχικά με κλωτσιές και δαγκωνιές. Της Λέιλα, που σταδιακά προσκολλήθηκε στο μοναδικό θηλυκό άλογο που δεν της επιτεθόταν. Της Λέιλα, που δεν ανέχτηκε να βλέπει το συγκεκριμένο θηλυκό να ζευγαρώνει με επιβήτορα. Η ιστορία έχει κάτι από αρχαίο δράμα αλλά και από σαπουνόπερα, στην πιο πρωτόγονή της εκδοχή. Την ξαναπαίζω στο μυαλό μου το βράδυ, αφού πέσω στο κρεβάτι μου για ύπνο. 

Η τελετουργία των χεριών

Το επόμενο πρωί, το χέρι μου ψάχνει αυτόματα για το κινητό αλλά αντιστέκομαι. Προτιμώ να καταλάβω τι ώρα είναι κοιτάζοντας το φως έξω από τα πελώρια παράθυρα. Το περίγραμμα των κορμών των δέντρων είναι ασημί, που σημαίνει ότι είναι ακόμα πολύ νωρίς. Όλα έχουν το περιθώριο να ξετυλιχθούν σε αργή κίνηση, χωρίς την παραμικρή υπόνοια βιασύνης. Μένω για ώρα στο κρεβάτι, χαζεύοντας το φως στους κορμούς να αποκτά σιγά σιγά μια πιο θερμή χροιά. Κάποια στιγμή, νιώθω την επιθυμία να ρίξω δροσερό νερό στο πρόσωπό μου. Μου κάνει εντύπωση η ανάγλυφη υφή και το άρωμα του σαπουνιού που βρίσκω δίπλα στον νεροχύτη. Απορώ πώς δεν το παρατήρησα χθες.

Μου αρέσει τόσο πολύ η φυσική μυρωδιά του τζίντζερ που συνεχίζω να σαπουνίζω τα χέρια μου για ώρα, χαζεύοντας τον πλούσιο αφρό να τα τυλίγει. Αφήνομαι σε ένα τελετουργικό όπου οι παλάμες μου χαϊδεύουν και περιστρέφονται η μία γύρω από την άλλη. Και μετά κινούνται οριζόντια, σαν δύο φύλλα χαρτιού που κυλάνε το ένα επάνω στο άλλο, ακολουθώντας αντίθετη κατεύθυνση. Μέχρι να ξανασυναντηθούν στη μέση και να συνεχίσουν αυτήν την περίεργη χορογραφία που μόνο εκείνες γνωρίζουν. Σαν να επανασυστήνονται μεταξύ τους και να απολαμβάνουν την κατάκτηση της οικειότητας. Σαν να ανήκουν σε κάποιον άλλον. Μου αρέσει όταν ξυπνώ με τέτοια διάθεση και έχω την πολυτέλεια να ενδώσω σε αυτήν. Πιάνω το μπουκαλάκι με την κρέμα σώματος και κάθομαι στο πλάι του κρεβατιού. Απλώνω την κρέμα στα μπράτσα μου και νιώθω έναν ελαφρύ πόνο εκεί που με φίλησε ο επιβήτορας. Κάνω ένα αργό, απαλό μασάζ στα πόδια μου και αφήνομαι να αγγίξω το σώμα μου με τον ίδιο τρόπο που ψηλαφούσα χθες τη Λέιλα. Σαν να με νιώθω για πρώτη φορά. Η στιγμή κρύβει τέτοιο πλούτο, που δεν βιάζομαι πλέον για τίποτα. Ούτε καν για να την ιππεύσω.

Αγκαλιάζοντας με τα πόδια

Το λιβάδι έχει διαφορετική όψη τη μέρα. Τα πάντα, από τα χρώματα του δάσους μέχρι το πετάρισμα των αυτιών των αλόγων, μαρτυρούν ζωηράδα. Η Λέιλα στέκει δίπλα στη φιλενάδα της αλλά με το που βγάζω από την τσάντα μου τα καρότα που της έφερα, ξεκινά να περπατά προς το μέρος μου. Της τα προσφέρω ένα προς ένα, προσπαθώντας να παρατείνω τη διάρκεια της επαφής μας. Παρατηρώ τα όμορφα μάτια και τις βλεφαρίδες της, χαϊδεύω απαλά τα μάγουλά της.

«Είσαι έτοιμη;» με ρωτάει ο Χρήστος, δείχνοντας μου τη σέλα που κρατά στα χέρια του. Τη στερεώνει στην πλάτη της Λέιλα και πατώ το αριστερό μου πόδι στον αναβολέα. Η απόσταση από το έδαφος δεν μου φαίνεται τόσο μεγάλη όσο την πρώτη φορά που ίππευσα. Εξακολουθώ όμως να απολαμβάνω το πόσο διαφορετικός δείχνει ο κόσμος όταν τον κοιτάς καθισμένος πάνω στη σέλα ενός αλόγου. Αφ’ υψηλού και ταπεινά μαζί, στην αμεσότερη δυνατή επαφή με το φυσικό στοιχείο.  Ο Τρύφωνας, ο νεαρός βοηθός του Χρήστου, μου υπενθυμίζει τα βασικά: πώς κατευθύνω το άλογο με τα γκέμια, πώς το ξεκινώ και πώς το σταματώ, τι κλίση πρέπει να δίνω στο σώμα μου στην κατηφόρα και πώς να σκύβω στην ανηφόρα. Ακολουθούμε ένα μονοπάτι κρυμμένο κάτω από πυκνά έλατα και προσπαθώ να κάνω τη Λέιλα να στρίψει προς την κατεύθυνση που θέλω, για να μη χτυπήσω επάνω στα κλαδιά των δέντρων. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και άλλες όχι. Μου αρέσει όμως αυτή η διαπραγμάτευση της κοινής μας πορείας που δεν γίνεται μέσα από λέξεις, αλλά από το τράβηγμα των χαλιναριών και την ένταση των μυών. Ρωτάω τον Τρύφωνα πώς ξεκίνησε η δική του επαφή με τα άλογα. Η πρώτη φορά που ίππευσε ήταν σε ηλικία δώδεκα ετών, και μάλιστα χωρίς σέλα. Στο φόντο ακούγεται ο ρυθμικός, γλυκός ήχος που κάνουν οι οπλές των αλόγων μας. Είναι διαφορετικός όταν πατάνε στο χώμα, αλλιώτικος στις πέτρες και στο χορτάρι. Δεν χρειάζεσαι την όραση για να γνωρίζεις σε τι είδους έδαφος κινείσαι. Το άλογο σε κάνει να αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα γύρω σου με τρόπους διαφορετικούς από τους συνηθισμένους. Μου διδάσκει αρκετά η επαφή μου με τη Λέιλα. Κι αφού έχουμε πια πάρει τον δρόμο της επιστροφής και καταλαβαίνω ότι μας μένει λίγη μόνο ώρα ακόμα, σφίγγω απαλά τα πόδια μου γύρω της για να την αγκαλιάσω. Με το που βγαίνουμε από το δάσος στην άπλα του λιβαδιού, ο Χρήστος μου κάνει νόημα να ξεπεζέψω. Μόλις πατήσω και το δεύτερό μου πόδι στο έδαφος, βλέπω τη Λέιλα να ενδίδει με όλη της τη δύναμη στην απέραντη ισιάδα που απλώνεται μπροστά της.

Παράθυρα ανοιχτά

Επιστρέφοντας στο κατάλυμα, κάνω ένα ντους με την πόρτα και το παράθυρο ανοιχτά, ώστε να μπορώ να κοιτάζω το δάσος. Ένα ρυάκι νερού κυλάει πάνω στο σώμα μου παρασύροντας τον ιδρώτα, την κούραση, τη σκόνη. Ίσως μια αντίστοιχη δροσιά να απολαμβάνει και η Λέιλα όταν καλπάζει στο λιβάδι. Βγαίνοντας από το μπάνιο, τυλίγομαι μέσα στη λευκή ρόμπα και φοράω τα γκρίζα παντοφλάκια με τις μυτερές άκρες. Η λεπτή τους σόλα με αφήνει να νιώσω με το πέλμα μου το δάπεδο και υποδεικνύει έναν διαφορετικό τρόπο βάδισης. Ξεκινώ να σέρνω τα βήματά μου επάνω στο μωσαϊκό και αντλώ ευχαρίστηση από την παρατεταμένη αυτή επαφή. Διασχίζω το δωμάτιο απ’ άκρη σ’ άκρη, απλώς και μόνο για να παρατείνω την απόλαυση αυτής της πρωτόγνωρης αίσθησης. Μετά κάνω μια κίνηση σαν εκείνη του πατινάζ, αφήνοντας τις πατούσες να γλιστρούν και τις φτέρνες να ανασηκώνονται ελαφρά σε κάθε βήμα. Και μετά τεντώνω με δύναμη το κουντεπιέ, μιμούμενη τον τρόπο με τον οποίον ανασηκώνουν την οπλή τους τα άλογα.

Βηματίζω για αρκετή ώρα, μέχρι που ολόκληρο το δάσος βυθίζεται στο υποβλητικό μπλε του ουρανού πριν το σούρουπο. Ακούω το παράθυρο του διπλανού δωματίου να ανοίγει και αναρωτιέμαι αν η ομορφιά του τοπίου μαγνητίζει όποιον άνθρωπο το αντικρύσει. Αγγίζω με το χέρι μου τον τοίχο και προσπαθώ να φανταστώ το βλέμμα του γείτονα που άνοιξε το παράθυρο για να κοιτάξει το δάσος. Την αύρα ιερότητας που προσδίδουν στα τοτέμ των κορμών οι ανταύγειες του ηλιοβασιλέματος. Τις τρυφερές απολήξεις από πράσινες βελόνες που δείχνουν σαν παιδικά δάχτυλα προς τον ουρανό. Τα πουλιά που κηρύσσουν τη λήξη της μέρας και βρίσκουν καταφύγιο στα κλαδιά. Λύνω τη ζώνη από το μπουρνούζι και την αφήνω να πέσει στο πάτωμα. Ζυγίζω με το βλέμμα το πιο ανάλαφρο κλαδί και κουρνιάζω τη γύμνια μου επάνω του.       

*It is forbidden to republish/ use photographic material or any part of the article without the author’s consent.

Κείμενο © λ3 by Ισαβέλλα Ζαμπετακη

Φωτογραφία © λ3 by Περικλής Μερακος

#lovenlivelife

Contact Us
Subscribe to Newsletter

Shopping cart0
Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι!
Συνέχεια Αγορών
0