Μία Κυριακή στη φύση γεμάτη γεύσεις και ιστορίες
Ήταν από εκείνες τις Κυριακές που ξεκινούν απλά και εξελίσσονται σε κάτι πολύτιμο, σχεδόν ανεξίτηλο. Λίγο έξω απ’ την Αθήνα, στην καρδιά του πευκοδάσους του Καπανδριτίου, μας περίμενε το Outdoor Cooking Kapandriti: ένας υπαίθριος χώρος όπου η παράδοση σμίγει με τη φύση, κι η γεύση με την αυθεντικότητα. Το πρόγραμμα μιλούσε για ένα «Τραπέζι στη Φύση», μα αυτό που βρήκαμε ήταν πολλά περισσότερα.
Το καλωσόρισμα
Ο Κώστας, με χαμόγελο και φιλοξενία που δεν προσποιείται, μας καλωσόρισε στον χωμάτινο δρόμο, οδηγώντας μας σε ένα μονοπάτι πλεγμένο με φρέσκο χορτάρι και λουλούδια τοποθετημένα σαν να ήταν μέρος του σκηνικού. Όλα ήταν απλά – και γι’ αυτό τόσο πλούσια. Μια ατμόσφαιρα σαν από παλιά, ανεπιτήδευτα ζεστή. Οι άνθρωποι μας υποδέχτηκαν όπως κάποιος τον συγγενή που έχει καιρό να δει – με χαρά, με οικειότητα, χωρίς στημένες κινήσεις, μόνο με αληθινή φροντίδα.
Προτού το αντιληφθώ, στα χέρια μου κρατούσα ήδη «το καλωσόρισμα»: σπιτική λεμονάδα – μα όχι συνηθισμένη. Λεμόνια από τον κήπο, φράουλες σε φέτες και φύλλα δροσερού δυόσμου κολυμπούσαν στο ποτήρι μου. Ήταν η πρώτη γουλιά από μια μέρα χωρίς ρολόι, αλλά με ακρίβεια στην αγάπη που φαινόταν να υπάρχει σε κάθε λεπτομέρεια – και λατρεύω βαθιά να παρατηρώ.
Ένα μικρό εργαστήρι γεύσεων
Γύρω από τη φωτιά, ο Αναστάσης, ψήστης και μουσικός της βραδιάς, γύριζε αργά τα κολοκυθάκια, με την υπομονή κάποιου που ξέρει πως η γεύση θέλει χρόνο. Αριστερά του, ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι, στρωμένο με καρό τραπεζομάντιλο, υποσχόταν μια μνήμη που δεν είχε ακόμη γραφτεί. Εκεί, στο πράσινο του δάσους, στήθηκε ένα μικρό εργαστήρι παράδοσης. Η κυρία Γιούλη, με μαντήλι στα μαλλιά και βλέμμα γεμάτο σιγουριά, ανέλαβε να μας δείξει πώς φτιάχνεται η παραδοσιακή αρβανίτικη πίτα «μουσούντα». Μέσα σε μια κεραμική γαβάθα, απλωμένα με φροντίδα, υλικά που μοιάζουν να ψιθυρίζουν ιστορίες από εκείνες τις εποχές που η βιωσιμότητα δεν ήταν λέξη της μόδας, αλλά τρόπος ζωής: μυρώνια, σπανάκι, κρεμμύδι, αλεύρι, νερό, αλάτι και πιπέρι. Τίποτα εντυπωσιακό, όλα ουσιαστικά. Υλικά της εύφορης γης, που όσο τη φροντίζεις τόσο σου προσφέρει. Μυστικό υλικό; Το μεράκι. Στα χέρια της, όλα γίνονταν με φυσικότητα, με εκείνη τη γνώση που δεν διδάσκεται, αλλά κληρονομείται.
Κι ενώ η κυρία Γιούλη ολοκλήρωνε τις διαδικασίες για τη μουσούντα, απλώνοντάς την στο στρογγυλό ταψί, η Iωάννα – η σεφ της ημέρας – ετοίμαζε σιγά σιγά τα υπόλοιπα πιάτα. Στον πάγκο, δίπλα στη φωτιά που σιγόκαιγε, είχε απλώσει όλα τα υλικά της: λαχανικά κομμένα με ακρίβεια, μυρωδικά φρέσκα σαν να είχαν μόλις μαζευτεί, αγνό λάδι, προζυμένιο ψωμί με τραγανή κόρα, όλα στη θέση τους.

τραπέζι γεμάτο ιστορίες
Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο, είχε χώρο για όλους – όχι απλώς για φαγητό, αλλά για ιστορίες. Ένα τραπεζομάντιλο σε σπασμένο λευκό, από αυτά που βρίσκεις σε παλιά σπίτια του χωριού, σκέπαζε την ξύλινη επιφάνεια. Μακρύ και φιλόξενο, έμοιαζε να περιμένει κάθε καλεσμένο ξεχωριστά. Πάνω του, γυάλινα βαζάκια με μαργαρίτες και μωβ άνθη, ξύλινα διακοσμητικά και διάσπαρτα λεμόνια, έπλεκαν μια αρμονία με τη φύση γύρω. Πιάτα λευκά, χαρτοπετσέτες εμπνευσμένες από τα χρώματα της γης και οι ξύλινοι πάγκοι σε καλούσαν όχι απλώς να καθίσεις, αλλά να μοιραστείς στιγμές και κουβέντες. Κάθε στοιχείο είχε τον δικό του ρόλο. Όσο οι ακτίνες του ήλιου φιλτράρονταν επιδέξια μέσα από τις φυλλωσιές, παιχνιδίζοντας πάνω στα πιάτα και τα πρόσωπα, η μυρωδιά της ρίγανης άρχισε να αναμειγνύεται με εκείνη του καπνού της φωτιάς. Το σκηνικό θύμιζε ελληνικό κινηματογράφο μιας άλλης εποχής – απλό, αληθινό, χωρίς προσποιήσεις.

Και μέσα σε αυτό, κάθε γεύση, κάθε βλέμμα και κάθε λέξη που λεγόταν, φάνταζε σαν να ανήκει σε μια κοινή μνήμη. Καθισμένοι γύρω από το μοναστηριακό τραπέζι (με εκείνη τη διακόσμηση που ήδη χόρταινε το μάτι) τα πρώτα πιάτα άρχισαν να φτάνουν σιγά σιγά. Δεν βγήκαν όλα μαζί. Όχι, εδώ δεν υπήρχε βιασύνη ούτε υπερβολή, κάθε γεύση είχε τον δικό της χρόνο. Τα κολοκυθάκια, καπνισμένα και μαλακά, έφτασαν αχνιστά, με λίγο ελαιόλαδο και χειροποίητο τυρί – τίποτα περιττό, μόνο ουσία. Η αλμυρή γαλατόπιτα, ζεστή, με τραγανή βάση και μεστή κρέμα, ήταν μια έκπληξη που δοκίμαζα για πρώτη φορά.
Η σαλάτα, μια ωδή στη γη: άγρια σπαράγγια (ξεχώριζαν για τη γεύση τους), χόρτα και παντζάρια, φρέσκα σαν να είχαν μόλις ξεριζωθεί από το χώμα, κάθε μπουκιά σε συνέδεε με τον τόπο και την αγάπη του ανθρώπου που τη δημιούργησε. Το κρασί ήρθε όταν πια όλοι είχαμε βολευτεί στους πάγκους. Τα ποτήρια μας γέμισαν με το κρασί της Οινότριας Γης των Estate Costa Lazaridi. Ένα κρασί που παράγεται από τον βιολογικής καλλιέργειας αμπελώνα στη λίμνη του Μαραθώνα και έχει πάρει το όνομά του από το ομώνυμο Κτήμα στο Καπανδρίτι, που είχαμε επισκεφθεί νωρίτερα το πρωί. Είχε χαρακτήρα, σώμα και ταίριαζε ιδανικά με τη γεύση της φωτιάς και τη ζεστασιά της παρέας. Ιδανικό συνοδευτικό για το κυρίως πιάτο: κομμάτια κρέατος, σωστά μαριναρισμένα, ψημένα αργά, μέχρι να γίνουν τρυφερά και μαλακά. Πλάι τους, ψητό κουνουπίδι με μια ελαφριά σάλτσα που τα συνέδεε γευστικά και πατάτες ψημένες στα κάρβουνα.
Οι κουβέντες άρχισαν να πληθαίνουν και οι ιστορίες άρχισαν να ξετυλίγονται, κάποιες ψιθυριστές, άλλες γελαστές, όλες ανθρώπινες. Και όπως κάθε γιορτή που σέβεται τον εαυτό της, το φινάλε άνηκε στο γλυκό. Η παραδοσιακή λεμονόπιτα, τραγανή, με άρωμα φρέσκου λεμονιού, ήρθε με φρέσκες φράουλες και μαστιχωτό παγωτό – χειροποίητο από τοπικό παραγωγό. Αυτές οι τελευταίες μπουκιές με έκαναν να θέλω να μείνω λίγο ακόμα. Ήταν το ιδανικό κλείσιμο σε ένα γεύμα που ήταν φτιαγμένο με αγάπη και γνώση.
Στο τέλος, ήρθε και ο καφές που συντρόφεψε τις τελευταίες στιγμές της παρέας. Ο ήλιος έγειρε πίσω απ’ τα δέντρα και η φωτιά απέκτησε τον ρόλο της πρωταγωνίστριας. Καθίσαμε γύρω της, όλοι πια κοντά ο ένας στον άλλον, σαν να γνωριζόμασταν από παλιά. Ο Αναστάσης έπιασε την τσαμπούνα και άρχισε να παίζει. Μονάχα η φωτιά κι ο ήχος του οργάνου και εμείς που σιγανά προσπαθούσαμε να ακολουθήσουμε τις λέξεις του τραγουδιού.

Μια υπόσχεση για επιστροφή
Κι όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, ήμασταν διαφορετικοί από όταν ήρθαμε. Όχι θεαματικά. Μα ήσυχα. Σαν να μας είχε αγγίξει κάτι πραγματικά ουσιαστικό. Η εμπειρία δεν ήταν απλώς φαγητό στη φύση. Ήταν μια υπενθύμιση για το τι σημαίνει να ζεις πιο απλά, πιο συνειδητά, πιο ανθρώπινα. Κι αυτό είναι πολυτέλεια ακριβή.
*It is forbidden to republish/ use photographic material or any part of the article without the author’s consent.
Κείμενο © λ3 by Φιλία Δημητριάδη
Φωτογραφία © λ3 by Χρήστος Τζούτης













