Faces in Coffee Places – Κεφάλαιο 2: Γιάννης Διονυσίου

Με τον Γιάννη βρεθήκαμε στην πλατεία Πλυτά, “μια από τις πιο ωραίες πλατείες της Αθήνας”. Μια πλατεία με όλα τα απαραίτητα “αρτύματα” που ομορφαίνουν τη ζωή μιας γειτονιάς: τα ουζερί, τα καφέ, το γηπεδάκι του μπάσκετ. Μια πλατεία χωρίς πολλές φανφάρες και δίχως ίχνος πρόθεσης να εκβιάσει τον  εντυπωσιασμό. Μεγάλη, για να χωράει πολλές ιστορίες, και λίγο “κρυμμένη”. Η πλατεία Πλυτά είναι μια πλατεία για τους κατοίκους, μια “μη διάσημη, μη mainstream πλατεία”, μια πλατεία ακόμα αυθεντική και γραφική. Το ιδανικό κάδρο για να φιλοξενήσει το πορτρέτο του ανθρώπου που ξεκίνησα να συναντήσω. 

Καθίσαμε στο Στόρι, το οποίο ξεχείλιζε από τα αρώματα του καφέ και τα χαμόγελα των όμορφων ανθρώπων που μας υποδέχτηκαν. Όσο περιμένουμε την παραγγελία μας να καταφθάσει, σκέφτομαι φωναχτά- και λέω στον Γιάννη πόσο ο τρόπος που περιέγραψε τη γειτονιά του μου έκανε εντύπωση. Ζούμε σε μια εποχή που αισθανόμαστε ότι για να γίνουν οι στιγμές, οι ζωές μας, κάτι το εξαιρετικό, πρέπει να κυνηγήσουμε το πολύ ωραίο, το μοναδικό, το ασυνήθιστο μέρος που θα τις φιλοξενήσει. Κι όμως, αυτό που μοιάζει να έχει τη μεγαλύτερη αξία είναι ακριβώς το αντίθετο: να ζεις μια ζωή πολύ ωραία, μοναδική, ικανή να προσδώσει στον χώρο που κατοικείτε εσύ και οι στιγμές σου αξία, ανάγοντας το “συνηθισμένο” σε εξαιρετικό.

Ξέρετε τι θα γράψω τώρα. Ναι, ο καφές είναι ένα από τα “συνηθισμένα” πράγματα που μπορούν να μετατρέψουν μια καθημερινή στιγμή σε κάτι το εξαιρετικό. Τι είναι όμως ο καφές για τον Γιάννη Διονυσίου; 

“Ο καφές είναι, καταρχάς, το πρώτο πράγμα που βάζω στο στόμα μου το πρωί όταν ξυπνήσω. Πρώτα θα πιω μια γουλιά καφέ, και μετά ένα ποτήρι νερό. Θυμάμαι επίσης, από μικρός, τη χαρακτηριστική μυρωδιά του καφέ στο σπίτι το πρωί, όταν έψηναν η γιαγιά μου ή η μάνα μου τον καφέ. ‘Εχω πιει πολλά είδη καφέ και νομίζω κατέληξα σε δύο: στον ελληνικό και στον espresso americano”. 

Ο συνδυασμός μου φέρνει στο νου το ελληνικό τραγούδι “Ο Αμερικάνος”. Χαμογελάω για τον συνειρμό. Μιλάω με έναν μουσικό, έναν αγαπημένο στο ελληνικό κοινό νέο τραγουδιστή και δάσκαλο τραγουδιού (ο Γιάννης διδάσκει τραγούδι στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας). Η λαϊκή και παραδοσιακή ελληνική μουσική είναι η μεγάλη του αγάπη. Αυτή την περίοδο μάλιστα, ο Γιάννης παραδίδει στο κοινό το πρώτο δισκογραφικό “παιδί” αυτής της μεγάλης αγάπης: τον πρώτο του προσωπικό δίσκο, με τον ίδιο ως κύριο τραγουδιστή, τον Κώστα Φασουλά στους στίχους, και εφτά διαφορετικούς συνθέτες στη μουσική (Φώτης Σιώτας, Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, Βασίλης Κορακάκης, Κώστας Παρίσης, Ορέστης Κολέτσος, Πάρις Περυσινάκης και Νίκος Χρηστίδης). 

Πολυσυλλεκτικός ο δίσκος, με τον ωραίο τίτλο: “Πρώτη βόλτα”. Να ‘ταν όλες μας οι εμπειρίες σαν κάθε πρώτη βόλτα, ε; Όποια κι αν είναι αυτή: πρώτη βόλτα σε μέρος που ταξίδεψες ν’ ανακαλύψεις, πρώτη βόλτα στη νέα γειτονιά που μετακόμισες, πρώτη βόλτα με τον καινούργιο σου έρωτα, πρώτη βόλτα μετά τον χωρισμό, πρώτη βόλτα με το μωρό στο καρότσι, πρώτη βόλτα μετά από μεγάλη απόφαση…

Η πρώτη βόλτα που κατοικεί στα βάθη της μνήμης του Γιάννη είναι το ταξίδι με αυτοκίνητο, από το χωριό του στην Κύπρο,  την Περιστερώνα, στη Λεμεσό, μέσω Τροόδους. Μια ώρα ταξίδι, με κυρίαρχη εικόνα το πυκνό,  πευκόφυτο δάσος του βουνού που καλείσαι να ανέβεις και να κατέβεις  για να ολοκληρώσεις τη διαδρομή. Τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του Γιάννη κύλησαν στην Κύπρο, προτού φτάσει στη Θεσσαλονίκη για σπουδές. Είκοσι χρόνια μοιάζουν διάστημα ικανό για να “σπουδάσει” κανείς τα τοπικά, μοναδικά χαρακτηριστικά του καφέ.

Και ναι, ο “κυπριακός” καφές είναι διαφορετικός από τον ελληνικό! Ανήκει βέβαια στην ευρεία κατηγορία αραβικο-ελληνικο-κυπριακο-τούρκικος καφές (σύνθετη λέξη φτιαγμένη με αλφαβητική σειρά, για να αποφύγω τις παρεξηγήσεις!), όμως το χαρμάνι του είναι διαφορετικό. “Στην Κύπρο είναι πιο ξανθός, και- ίσως- λίγο πιο ελαφρύς και αρωματικός”. 

Άκουσα καλά; Άρωμα; Πολύ καλά λοιπόν, πάμε να παίξουμε το παιχνίδι του καφέ! Επαναλάβετε μαζί μου: “Ο καφές έχει κάποιες “εκφάνσεις”: έχει ένταση, έχει θερμοκρασία, έχει γεύση, έχει άρωμα και έχει και σκεύος– το “σώμα” μέσα στο οποίο σου προσφέρεται. Για κάθε μία από αυτές τις λέξεις, θέλω να κλείσεις τα μάτια και να μου δώσεις όποια σκέψη, εικόνα, ανάμνηση αναδυθεί στο μυαλό. Έτοιμος;”

Τι “ξύπνησαν”, λοιπον, στον Γιάννη Διονυσίου οι πέντε- κατά Μαρία- εκφάνσεις του καφέ;

Ένταση: “Θυμάμαι την πρώτη φορά που ήπια καφέ. Ήμουν πολύ μικρός, και επέμενα ότι θέλω να πιω καφέ. Ε, οι θείες μου, παίρνοντας το σαν αστείο, μου είχαν κάνει έναν καφέ πετιμέζι! Το θυμάμαι ως τώρα πόσο έντονο, πόσο γλυκό μου είχε φανεί αυτό το πράγμα. Τόσο, που για πολλά χρόνια δεν ήθελα να ξαναπιώ καφέ, μέχρι που μεγάλωσα. Επίσης, συνήθιζα πάντα να τρώω μια φρυγανιά βουτηγμένη στον καφέ της γιαγιάς μου, η οποία έπινε τον λεγόμενο καφέ au lait: καφές κυπριακός, αλλά με γάλα. Αυτό το έπινε κάθε πρωί, αυτός ήταν ο καφές της, μέχρι που συγχωρέθηκε. Τον έπινε πάντα σε ένα συγκεκριμένο φλιτζάνι, που ήταν το φλυτζάνι της και δεν το άγγιζε ποτέ άλλος κανείς! Ξέρεις τώρα, στερεότυπα πράγματα, αλλά ωραία. Ωραία κλασικούρα. Αυτή είναι μια άλλη γεύση που φέρει ένταση για μένα: η γεύση του καφέ με το γάλα, στο βουτηγμένο παξιμαδάκι”.

Σκεύος: “Τρία είναι τα σκεύη. Το ένα είναι το φλιτζάνι της γιαγιάς. Το άλλο είναι το φλιτζάνι στο οποίο έπινε η μάνα μου τον καφέ της κάθε πρωί- έναν νες ή γαλλικό- το οποίο το έχω πάρει και το έχω στο σπίτι. Και το άλλο είναι το φλιτζάνι “του καφενείου”. Στην Κύπρο υπάρχουν κάτι πολύ λεπτά φλιτζάνια, ειδικά για κυπριακό καφέ. Βγαίνουν και σε μονό και σε διπλό και είναι διαφημιστικά, από καφεκοπτείο συγκεκριμένο,. Μάλιστα, το… σετ συνοδεύεται και από δίσκο. Έχεις δηλαδή το φλιτζάνι με το πιατάκι του, τον κλασικό, στρογγυλό δίσκο τον μεταλλικό και το ποτήρι για το νερό- όλα γράφουν όμως το όνομα και έχουν το σήμα του καφεκοπτείου, ας πούμε “Καφεκοπτείο Χαραλάμπους” ή “Καφεκοπτείο Λαϊκού”. Αν πας σε καφενείο στην Κύπρο, δεν πληρώνεις μόλις τελειώσεις τον καφέ σου τον καφετζή- αφήνεις τα κέρματα μέσα στον δίσκο. Και φεύγεις. Υπάρχουν ακόμα αυτά τα καφενεία στην Κύπρο. Υπάρχουν και στις πόλεις, τα καφενεία “τα συνοικιακά”, και στα χωριά”.

Σκέφτομαι, κάπου εδώ- πάντα φωναχτά-, σχετικά με την αιωνιότητα των αντικειμένων: “το τηγάνι που μαγείρευε η γιαγιά μου”, “το φλιτζάνι που έπινε καφέ η μάνα μου”, “το μαχαίρι που έκοβε το καρπούζι ο πατέρας μου το καλοκαίρι”. Τα πράγματα δείχνουν να στέκουν και να μένουν, αντίθετα με την παροδικότητα της ζωής των ανθρώπων. Κι όμως, είναι η παροδικότητα η δική μας που δίνει άλλη σημασία στα αντικείμενα και μας κάνει, συχνά, να γαντζωνόμαστε στα απομεινάρια μιας παρουσίας που πλέον καταλογογραφείται στις απουσίες. Μήπως και δεν παίρνουν αυτά που αγαπάμε, που πολλές φορές κρατάμε στα χέρια μας, το σχήμα μας;

“Τα αντικείμενα δε χάνουν την αξία τους και αντέχουν στον χρόνο, γιατί είμαστε εμείς ικανοί να συνδεθούμε με αυτά. Ικανοί να συνδεόμαστε όχι μόνο με ανθρώπους, αλλά και με αντικείμενα. Ειδικά όταν είναι αντικείμενα που δεν έχουν ηλεκτρονική τεχνολογία” λέει ο Γιάννης. “ Το πρώτο σου κινητό δεν έχει καμία αξία σήμερα. Δε δουλεύει. Απλά το θυμάσαι, α ναι, αυτό ήταν το πρώτο μου κινητό. Ε και λοιπόν; Ενώ το πρώτο σου ποτήρι, το πλαστικό, αυτό που έπινες παιδί νερό, πιθανότατα το έχει η μάνα σου, και το φυλάει- μπορεί να το έχεις στο σπίτι σου κι εσύ, για να θυμάσαι την παιδική σου ηλικία”.

Ε δεν κρατιέμαι. “Το αντίστοιχο στη μουσική, τι θα ήταν;”.

“Ίσως να είναι ένα οικείο άκουσμα. Ένας οικείος ήχος. Ένα οικείο τραγούδι, ή ένα οικείο όργανο. Ένα ηχόχρωμα που το ακούς από μικρός. Είναι όλα αυτά που μένουνε στη μνήμη μας, όλα όσα ποτίζουν την ψυχή μας”.

Φέρνω στο νου μου τα μουσικά κομμάτια που κατοικούν στη δική μου μνήμη. Ή τις μελωδίες που μας συγκινούν σε ένα επίπεδο υπαρξιακό, που κάτι αγγίζουν μέσα μας ακοίμητο. Τι είναι αυτό που στον μουσικό τρόπο, στην κλίμακα, στα διαστήματα, στα μακάμια βρίσκεται και δύναται να ξυπνά το θυμικό μας- συχνά σε επίπεδο συλλογικό;

Είναι κάτι το οποίο σου φωνάζει: Σήκω! Διότι, συν τις άλλοις, μέσα σε αυτές τις μουσικές κατοικεί κάτι που ζει μέσα στο συλλογικό ασυνείδητο του λαού μας: ο χορός. Αλλά όχι ο μοναχικός χορός- περισσότερο ο ομαδικός, αυτός που θες να πιάσεις τον άλλον και να χορέψεις μαζί του. Είναι οι ίδιες οι μελωδίες φτιαγμένες έτσι ώστε να μη μπορείς να τις ακούσεις καθιστός. 

Με εξαίρεση τα τραγούδια της τάβλας, που είναι κομμάτια κυρίως φωνητικά, το ευρύ κομμάτι της μουσικής μας παράδοσης χρησιμοποιεί έτσι τα όργανα, που ο Ρωμηός να θέλει να σηκωθεί να χορέψει, και μάλιστα εν τη κοινότητα. Στον κυκλικό χορό συναντιόταν ολόκληρη η γειτονιά, ολόκληρο το χωριό. Ακόμα και στους διακριτούς ανδρικούς/ γυναικείους χορούς, ενυπάρχει αυτό το στοιχείο της επικοινωνίας, της πρόθεσης του “μαζί”. Γιατί μέσα από τις διαφορετικές κινήσεις, το ύφος, φανερωνόταν ο χαρακτήρας εκείνου ή εκείνης που χόρευε για να εντυπωσιάσει, για να προσεγγίσει το άλλο φύλο- που εκείνη την ώρα παρακολουθούσε”.

Για να συνεχίσουμε, όμως, το παιχνίδι…

Άρωμα: “Κάτι που μου λείπει χαρακτηριστικά πολύ, επειδή πλέον ζω στην Ελλάδα, είναι η μυρωδιά της κυπριακής υπαίθρου. Μια μυρωδιά που δεν την βρίσκεις αλλού. Δεν την βρήκα αλλού, όπου κι αν πήγα. Κι έχω πάει και στη Θεσσαλία, και σε νησιά… μόνο στην Κρήτη μπορώ να πω πως, όταν είχα πάει, έμοιαζε λίγο το άρωμα της Φύσης. Αυτές τις μυρωδιές που έχει το χώμα, που έχουν τα δέντρα, τα λουλούδια της Κύπρου, δεν τις έχω ξανασυναντήσει. Κι όλα μαζί συνθέτουν ένα άρωμα που έχω πολύ έντονα στο μυαλό μου”.  

Επιχειρώ ένα πείραγμα: “Δηλαδή αν σε έβαζαν με δεμένα μάτια στην εξοχή, θα μπορούσες να πεις αν είσαι στην Κύπρο ή όχι;”. 

Με κοιτάζει σοβαρός. “Ναι. Εκατό τοις εκατό”.

Θερμοκρασία: “Τα δύο άκρα. Η ζέστη το καλοκαίρι, στην Κύπρο. Και το κρύο που έφαγα, κάποιες Απόκριες, στα Ραγκουτσάρια, στην Καστοριά”. 

(Κι έτσι μαθαίνω και για τα Ραγκουτσάρια, τις “απόκριες” τις Καστοριάς, που γίνονται ένα τριήμερο εκεί στα Φώτα. Κατά πώς μου τα είπε ο Γιάννης, Ραγκουτσάρια σημαίνει: μουσική, κι άλλη μουσική, ορχήστρες και μπάντες με χάλκινα πνευστά να παίζουν πλάι πλάι, άνθρωποι να χορεύουν και να πίνουν μέσα στο κρύο, δρόμοι και γειτονιές να αχνίζουν μέσα στην παγωνιά.)

Γεύση: “ Η γεύση και οι μυρωδιά είναι δυο αισθήσεις που συμπυκνώνουν θύμησες. Όμοια με τη μυρωδιά, κι η γεύση που ανακαλώ είναι αυτή των κυπριακών φαγητών. Έντονη γεύση, έντονο φαγητό- ειδικά το μαγειρευτό. Χρησιμοποιούν εκεί, μάγειρες και νοικοκυρές, τον κόλιανδρο- ιδιαίτερα τον ξηρό- και το κύμινο. Είναι δύο στοιχεία κεντρικά στον χαρακτήρα του κλασικού κυπριακού τραπεζιού, τόσο έντονα, ώστε κάνουν τη γεύση αυτή να μένει αλησμόνητη στον νου μου”.

 

 

 

Η διάσωση βιωμάτων, αναμνήσεων, γεύσεων και αρωμάτων μέσω της μετουσίωσής τους σε άκουσμα, σε στίχους και μουσική, με φέρνει στην επόμενη ερώτηση. Πόσο αποτυπώνονται στην εκτέλεση ενός τραγουδιού όλα όσα θυμάται, νοσταλγεί και κουβαλά μαζί του ένας ερμηνευτής; Τι είναι αυτό που βγαίνει πάντα από τον λαιμό του Γιάννη Διονυσίου, μαζί με τα λόγια και τη μελωδία;

Νομίζω ότι είναι η όρεξη που έχω κάθε φορά, για να δοκιμάσω το άκουσμα. Πώς έχω όρεξη να δοκιμάσω πάντα έναν καφέ, ας πούμε; Είναι σαν να επισκέπτομαι έναν τόπο, ένα χωριό και να παραγγέλνω έναν καφέ γεμάτος περιέργεια για να δω “πώς τον φτιάχνουν εδώ άραγε τον καφέ”. Η ίδια περιέργεια, η ίδια όρεξη υπάρχει πάντα όταν είναι να δοκιμάσω ένα τραγούδι. Παρόλα αυτά, υπάρχει και μια σταθερή κατάσταση, στην οποία βρίσκεσαι κάθε φορά που δοκιμάζεις το καινούργιο. Είσαι λίγο… ψυλλιασμένος για το πώς θα το κάνεις. Ποια είναι η σταθερά η δικιά μου; Όλα αυτά που με έχουν διαμορφώσει, και που ακόμα με διαμορφώνουν ως άνθρωπο. Και μια πάγια αντίδραση δύο ταχυτήτων, αν θες. Αυτό το οποίο ξεχωρίζω, είναι ότι η πρώτη μου αντίδραση είναι πάντα “Όχι! Τι είναι αυτό;” και η δεύτερη “Πάμε! Να το δοκιμάσουμε, να δούμε τι είναι”.

Από πού ξεκινά, αλήθεια, ένας ερμηνευτής, όταν “δίνεται” σ’ ένα τραγούδι; Μήπως άραγε διαβάζει τους στίχους, ζητώντας να ανασύρει το βίωμα που θα μπορέσει να στηρίξει την ερμηνεία; Μήπως ξεκινά με το ίδιο το τραγούδι, αφήνοντας τη συγκίνηση της μουσικής να γεννήσει ό,τι αυτή ζητήσει- και τελικά βρίσκεται να απορεί κι ο ίδιος με ό,τι ήρθε στην επιφάνεια;

“Αυτό είναι το δεύτερο επίπεδο. Αυτό γίνεται μετά.” απαντά ο Γιάννης. “Το πρώτο που κάνεις, ενστικτωδώς αν θες, είναι να πας εκεί όπου νιώθεις οικεία. Να ερμηνεύσεις με τον τρόπο που νιώθεις πιο καλά. Εγώ, επειδή τείνω να είμαι χειμαρρώδης όταν τραγουδάω, ξεκινάω ανάλογα. Και μετά λέω: κάτσε, τι κάνεις; Πώς έχει στ’ αλήθεια το πράγμα; Και μετά έρχεται η ώρα να ανασύρεις, ή και να φανταστείς, κάτι ολότελα δικό σου που σχετίζεται με όσα το τραγούδι έχει να πει. Και να προσπαθήσεις να το ερμηνεύσεις”.

“Πότε ξέρεις ότι το ερμήνευσες, και δεν το τραγούδησες απλώς; Ο τραγουδιστής και ο ερμηνευτής, το τραγουδάω και το ερμηνεύω, πού συγκλίνουν και πού αποκλίνουν;”

“Είναι πολύ λεπτή γραμμή. Γιατί είναι πολύ εύκολο να αισθανθείς πολύ ωραία με τον εαυτό σου. Και να πεις, μα τι ωραία τα λέω ρε φίλε! Κι όχι μόνο να το πεις εσύ- πόσο μάλλον να σου το λένε και οι άλλοι συνέχεια… Καταλήγεις να αισθάνεσαι ότι είσαι ο θεός. Αλλά αυτό το πράγμα δεν αρκεί. Ο τραγουδιστής και ο ερμηνευτής μπορεί να είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, όμως ο ερμηνευτής πάντα θα κερδίζει τον τραγουδιστή. Γιατί ο ερμηνευτής είναι αυτός που τελικά περνάει το μήνυμα. Ο τραγουδιστής ό,τι και να κάνει, μπορεί να κολλάει στα τεχνικά: στις νότες, στον ρυθμό, στη μελωδία, στα γυρίσματα, στη μεγάλη φωνή, στη μικρή φωνή… Ο ερμηνευτής όμως είναι εκείνος που περνάει το μήνυμα: γίνεται ο συνδετικός κρίκος, το μέσο για να περάσει το μήνυμα στον ακροατή”. 

Και ως ερμηνευτής, μου εξηγεί, “...έχεις ευθύνη. Ευθύνη απέναντι στον εαυτό σου, πρώτα. Αλλά ευθύνη και απέναντι σ’ αυτούς που τους αρέσεις. Ευθύνη απέναντι σ’ εκείνους που σου δίνουν τα τραγούδια τους για να τα ερμηνεύσεις. Εάν είναι να ξανατραγουδήσεις κάτι που έχει ερμηνευτεί στο παρελθόν από κάποιον, εκεί έχεις την ευθύνη να σταθείς αντάξιος της προηγούμενης εκτέλεσης. Δεν είναι τόσο απλό… αλλά ούτε είναι τόσο μοναχικός ο δρόμος του τραγουδιστή, όσο ο πολύς κόσμος τείνει να θεωρεί. Μπορεί να φαίνεται ως ο “μπροστάρης”, όμως δεν είναι ικανός κανένας τραγουδιστής να υπάρξει, να σταθεί, χωρίς την ορχήστρα, χωρίς τους μουσικούς. Ο ένας βοηθάει, ο ένας στηρίζει, ο ένας αβαντάρει τον άλλον. Όποια κι από τις δύο πλευρές κι αν χωλαίνει, θα πάρει στον λαιμό της και την άλλη. Είναι συνεργατική τέχνη το τραγούδι”.  

Ποιος ερμηνευτής είναι “ο κορυφαίος ερμηνευτής” για εσένα;

Είναι δύο. Ο ένας είναι ο Αντώνης Διαμαντίδης, γνωστός και με το παρατσούκλι Νταλγκάς ( στα ελληνικά, διαβάζω, σημαίνει “πάθος”, και στα τουρκικά “κυματισμός”). Ένας τραγουδιστής που έζησε, και άκμασε ουσιαστικά, πριν από 100 χρόνια περίπου, τη δεκαετία του ‘30. Πρόσφυγας από την Πόλη, έχει τραγουδήσει από ελαφρό τραγούδι της εποχής- οπερέτα, επιθεωρησιακά κ.λ.π.- μέχρι αμανέδες, ρεμπέτικα, παραδοσιακά της Μικρασίας, παραδοσιακά της στεριανής Ελλάδας… Μιλάμε για έναν τραγουδιστή από εκείνους που βγαίνουν κάθε εκατό χρόνια. 

Ο άλλος… είναι ο Καζαντζίδης. Δε νομίζω να χρειάζεται να πω εδώ πολλά. Και τους δύο αυτούς τους μελετάω πολύ, γιατί αυτοί οι δύο ήταν και ερμηνευτές, και τραγουδιστές. Τεχνικά ήταν άρτιοι, με απεριόριστες φωνητικές και τεχνικές δυνατότητες. Είχαν όμως και μια εσωτερική δύναμη, μέσω της οποίας μπορούσαν να ερμηνεύσουν στο έπακρο τον στίχο και τη μελωδία. Μπορεί ο Καζαντζίδης να είναι παρεξηγημένος, γιατί τραγούδησε εκείνο το τραγούδι το συγκεκριμένο, της εποχής, που μιλάει για τη φτώχεια, τη μιζέρια, την ξενιτιά. Ναι, “μίρλα” το έχουν χαρακτηρίσει πολλοί- αλλά ποιος άλλος τα τραγούδησε καλύτερα αυτά τα πράγματα; Γιατί έτσι ήταν η πραγματικότητα της εποχής εκείνης: ο κόσμος πεινούσε, πεινούσε κανονικότατα! Και μέσα σ’ εκείνη την πραγματικότητα, υπήρχαν άνθρωποι στη Γερμανία, στον Καναδά, στην Αυστραλία, που περίμεναν πότε θα βγει καινούριο τραγούδι του Καζαντζίδη στο ράδιο, ή στον δίσκο. Και το άκουγαν όλοι μαζί και κλαίγανε. Δε νομίζω αυτό να έχει γίνει με άλλον τραγουδιστή ή ερμηνευτή στην Ελλάδα”.

Αγαπημένοι στιχουργοί, συνθέτες, ερμηνευτές έρχονται να συντροφέψουν την κουβέντα μας- κι όλοι όσοι αναφέρονται έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: την αγάπη τους και την προσπάθεια που κατέθεταν για να πάει η μουσική παρακάτω, για να έχει μια εξέλιξη η όλη συνθετική- δημιουργική πορεία. Και κάτι ακόμα: τη βαθιά, αυθεντική, όμορφη λαϊκότητά τους. “Όλοι αυτοί που αναφέρουμε συναντιόντουσαν στα μέρη που σύχναζαν, κι έβαζαν ο ένας στον άλλο τα τραγούδια που έφτιαχναν για να πάρουν τη γνώμη, να δουν αν είναι αποδεκτά”. 

Μπαρ ή καφενεία, τα μέρη συνάντησης των ποιητών, των ρεμπέτηδων και των συνεσταλμένων συνθετών φέρνουν μπροστά μας την εικόνα μιας άλλης εποχής, μιας άλλης “γενιάς” καφενείων.  Γυρίζουμε προς τα πίσω στον χρόνο, τότε που οι καφενέδες σήμαιναν κουβέντα, τάβλι, εφημερίδα, νέα, ειδήσεις- η, ακόμα ακόμα, και εμπορικές συναλλαγές. Πριν η ευρωπαϊκή συνήθεια του “εμπορικού γραφείου” νικήσει την ανατολίτικη παράδοση, το αλισβερίσι έδινε κι έπαιρνε στους καφενέδες. Πόσα και πόσα σύμφωνα δεν είχαν υπογραφεί συνοδεία ενός γλυκύ βραστού; 

“Υπάρχει ένα καταπληκτικό βιβλίο, απόρροια προσωπικής έρευνας του συγγραφέα, γεμάτο ιστορικές πληροφορίες και αφηγήσεις σχετικά με τον καφέ: Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι, του Ηλία Πετρόπουλου” μου λέει ο Γιάννης. “Το ήξερες ότι υπήρχε καφές “ναι και όχι”;”

“Σου έρχεται στον νου ένα τραγούδι που θα μπορούσε να είναι το μουσικό ισοδύναμο του καφέ; Ναι ή όχι;”

Σκέφτεται.

“Μάλλον ένα χασάπικο θα ήταν. Γιατί ο καφές είναι ένα πράγμα που σε γειώνει. Δεν είναι σαν το αλκοόλ που σε από- γειώνει! Ο καφές σε ξυπνάει, σε συνεφέρνει. Σου προκαλεί εγρήγορση. Το χασάπικο είναι το ίδιο: γειωτικό. Ακούς μέσα στον ρυθμό το πάτημα, το χτύπημα στη γη, το βήμα”.

Ζωντανό βιβλίο ο Γιάννης. Ή μήπως ζωντανή παρτιτούρα; Θα κλείσω με δυο λόγια του:

“Η μουσική, και όλες οι τέχνες, είναι μέσο έκφρασης. Μπορεί κατά τη διάρκεια της επιτέλεσής τους να ξεχνιόμαστε- αλλά αυτό είναι η πρόφαση. Στην ουσία, δεν ξεφεύγουμε ποτέ από εκείνα που ίσως επιχειρούμε να ξεχάσουμε. Ίσα- ίσα, τα αποτυπώνουμε ακόμα πιο έντονα. Με την τέχνη ξεχνιόμαστε, αλλά σίγουρα δεν ξεχνάμε”.

Υ.Γ. Σήμερα κυκλοφόρησε το πρωτότοκο “μουσικό παιδί” του Γιάννη Διονυσίου. Ο δίσκος “Πρώτη βόλτα” από το Ogdoo Music σας περιμένει να τον ακούσετε. Για να ξεχαστείτε. Και για να μην ξεχάσετε.

* IT IS FORBIDDEN TO REPUBLISH, USE PHOTOGRAPHIC MATERIAL AND ANYTHING ELSE WITHOUT THE CONSENT OF THE AUTHOR.
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ © Λ3 BY ΜΑΡΙΑ ΚΑΝΤΑΝΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ © Λ3 BY ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΖΟΥΤΗΣ
#LOVENLIVELIFE

Contact Us
Subscribe to Newsletter

Shopping cart0
Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι!
Συνέχεια Αγορών
0